Ιστορική Αναδρομή (in English also)

Ιστορική Αναδρομή από τον Ιστορικό και συγγραφέα κ. Κώστα M. Σταματόπουλο

Προϊστορία.

Ευρισκόμενο στις νοτιοανατολικές υπώρειες της Πάρνηθας, το Τατόι καλύπτει, κατά προσέγγιση, την επικράτεια του αρχαίου δήμου Δεκέλεια, γνωστού τόσο από αρχαιολογικά ευρήματα – ορισμένα από τα οποία εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο – όσο και από ένα από τα τελευταία επεισόδια του Πελοποννησιακού πολέμου, το οποίο αφηγείται ο Θουκυδίδης (Ζ27 3), γράφοντας ότι οι Λακεδαιμόνιοι, υπό τον βασιλέα Άγι, προκειμένου να αποκλείσουν αποτελεσματικότερα την Αθήνα, οχύρωσαν το καλοκαίρι του 413πΧ την Δεκέλεια. Επέλεξαν δε, διόλου τυχαία, την κορυφή ενός λόφου, από την οποία το βλέμμα αγκαλιάζει το σύνολο του λεκανοπεδίου έως την θάλασσα, μέρος της πεδιάδας των Μεσογείων, μέρος του Θριασείου πεδίου και της Σαλαμίνας, καθώς και μία από τις κύριες προσβάσεις προς την Βοιωτία και την Εύβοια. Κάποια κατάλοιπα των αρχαίων οχυρώσεων που σώζονται προσέδωσαν στο ύψωμα αυτό το νεώτερο όνομά του: Παλαιόκαστρο. Στο Κατσιμίδι, σώζεται η βάση μιας φρυκτωρίας του Δ΄αιώνα πΧ.

Ακολουθούν ατελείωτοι αιώνες απόλυτης αφάνειας μοναδικό σωζόμενο ίχνος των οποίων είναι ο μυστηριώδης Παλαιόπυργος, που κτίσθηκε περί το 1600, στην δυτική πλαγιά της Κιαφαθέρμης. Χάρτες του δεύτερου ημίσεως του 19ου αιώνα (Muenter, Kaupert) σημειώνουν την ύπαρξη κάποιων ερειπωμένων εξωκκλησίων, πρόχειρων νερόμυλων, ασβεστοκάμινων, καθώς και χαλάσματα μκροσκοπικών οικισμών. Τα τοπωνύμια είναι από καιρό σχεδόν όλα αρβανίτικα, δηλωτικά μαζικής εποίκισης και παρουσίας αλβανοφώνων.

Από την αρχαιότητα διασχίζει σταθερά την περιοχή ο δρόμος προς και από την Χαλκίδα. Στα άμεσα προεπαναστατικά χρόνια ο δρόμος αυτός χώριζε, δυτικά (= προς την Πάρνηθα) το τσιφλίκι Τατόι, από τα τσιφλίκια Λιόπεσι και Μαχούνια που ήσαν ανατολικά του. Τα τελευταία αποτελούσαν τιμάριο της οικογένειας του μουφτή των Αθηνών, ενώ το Τατόι, ανήκε στον Ομέρ αγά (μετέπειτα πασά) της Καρύστου.

Κατά την απελευθέρωση, το μεν τσιφλίκι Τατόι θα περιέλθει στον φαναριώτη Αλέξανδρο Καντακουζηνό, τα δε κτήματα Λιόπεσι και Μαχούνια, αρχικώς σε κάποιον Γεώργιο Λεβέντη και εν συνεχεία, στα 1842, στον φαναριώτη Σκαρλάτο Σούτσο. Από τα 1838, ο Σούτσος είναι σύζυγος της κόρης του Καντακουζηνού Ελπίδας. Έτσι το 1842, τα τρία αρχικά τσιφλίκια ενοποιούνται σε μια νέα ιδιοκτησιακή ενότητα με το όνομα: Τατόι. Οι Σούτσοι κατέχουν εκτεταμένες ιδιοκτησίες στην ευρύτερη περιοχή, συνολικής εκτάσεως περί τα 150.000 στρέμματα.

Το ζεύγος Σούτσου κτίζει στο Τατόι ένα απλούστατο ισόγειο σπίτι, στην θέση όπου σήμερα βρίσκεται το υπασπιστήριο. Ανατολικά, στην κορυφή ενός υψώματος, αναγείρεται ένας ανεμόμυλος, σημάδι ότι σπέρνονται στο κτήμα σιτηρά. Κτίζονται επίσης κάποια, μάλλον πρόχειρα, υποστατικά. Καθ’ όλη αυτή την περίοδο, όπως και πιο μπροστά, το Τατόι ήταν πέρασμα, αλλά και καταφύγιο ληστρικών συμμοριών, στις οποίες οι Σούτσοι ενίοτε προσέφεραν επί ανταλλάγμασι πολιτική προστασία. Τον Αύγουστο του 1843, επισκέπτεται το Τατόι η βασίλισσα Αμαλία και θέλγεται από την ομορφιά της φύσης. Αργά το απόγευμα της 6ης Απριλίου 1865, θα διανυκτερεύσει εκεί, καθ’οδόν προς την Χαλκίδα, ο βασιλεύς Γεώργιος Α’, ως φιλοξενούμενος του Σκαρλάτου Σούτσου που είναι ο αυλάρχης του. Το Τατόι είναι ο πρώτος σταθμός, της πρώτης περιοδείας του νεαρού βασιλέως για να γνωρίσει την χώρα του, στην οποία αφίχθηκε το φθινόπωρο του 1863.

……………………………

Πληροφορούμενος στα 1870, ότι ο Γεώργιος Α’ αναζητούσε μία τοποθεσία προκειμένου να αναγείρει την θερινή κατοικία του – κι έκλινε μάλιστα προς τους Πεταλιούς που ήσαν ιδιοκτησία της γυναίκας του Όλγας -, ο Ερνέστος Τσίλλερ υπέδειξε στον βασιλέα το Τατόι – για το οποίο εγνώριζε ότι ο Σούτσος προθύμως θα πωλούσε – εκθειάζοντάς του το κλίμα, την ύπαρξη σ’ αυτό άφθονου νερού καθώς και την άμεση επικοινωνία του με την πρωτεύουσα. Η άμεση ανταπόκριση του Γεωργίου από την πρόταση του αρχιτέκτονα της νεοκλασσικής Αθήνας, φαίνεται από το γεγονός ότι ο Τσίλλερ εκπόνησε το έτος εκείνο διάφορα λίαν φιλόδοξα σχέδια – τεράστιων επαύλεων, σε διαφορετικούς ρυθμούς (αναγεννησιακό, νεογοτθικό, «ελληνοελβετικό»), ορισμένα από τα οποία έχουν σωθεί. Το συμβόλαιο αγοράς υπογράφηκε τελικά μόλις στις 15 Μαϊου 1872, στο σπίτι του Σούτσου, γωνία Κοραή και Πανεπιστημίου. Η τιμή ορίσθηκε στις 300.000 δραχμές, καταβλητέες από τον βασιλέα εντός ενός έτους, σε 4 δόσεις. Στην αρχική έκταση των περίπου 16. 000 στρεμμάτων, θα προστεθεί το 1877, το Μπάφι (προσφορά της Βουλής προς τον άνακτα, ως ιδιωτική του περιουσία), αργότερα διάφορες μικροεκτάσεις (με τα μέτρα της εποχής) – άλλες με παραχώρηση και άλλες κατόπιν αγοράς – στην θέση Κεραμίδι, και τέλος, το 1891, το οροπέδιο της Δρίζας (που αγοράσθηκε υπό του Γεωργίου από τον Ανδρέα Συγγρό, για λίγο ιδιοκτήτη του, ενώ προηγουμένως ανήκε επίσης στους Σούτσους): με την τελευταία αυτή αγορά το βασιλικό κτήμα απέκτησε την μείζονα έκτασή του : ήτοι 47.427 στρέμματα.

Ευθύς μόλις έγινε κύριος του αρχικού πυρήνα του κτήματος ο Γεώργιος καταπιάσθηκε αφ’ ενός με την φύτευση του δάσους και την δημιουργία της υποδομής του – έργο μοναδικό σε ολόκληρη την Ελλάδα : μάστευση των πηγών, μεταφορά και αποθήκευση νερού, αλλά και πάγου, άρδευση, χάραξη δασικών οδών, αλεών, κατασκευή γεφυρών – οι δύο πιο σημαντικές κοσμούνται με το προσωπικό του έμβλημα -, στερνών, της τεχνητής λίμνης Κιθάρα κτλ πυρασφάλεια) και αφ΄ετέρου με την οργάνωση της οικονομίας του κτήματος, που περιορίστηκε στην αγροτική εκμετάλλευση με έμφαση στην αμπελουργία και την ελαιοπαραγωγή (έχομε στοιχεία της αγροτικής παραγωγής του Τατοϊου και της διακρίσεως του οίνου που παρήγε, από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1880) . Ταυτόχρονα εγκαινίασε εκτεταμένο οικοδομικό πρόγραμμα, το οποίο περιελάμβανε την ανέγερση μιας πρώτης – προσωρινής – κατοικίας, με ένα παρακολούθημα (την μετέπειτα γνωστή ως οικία Στουρμ), ενός παρεκκλησίου (του Προφήτη Ηλία, που επικοινωνούσε με την βασιλική κατοικία μέσω μιας ανοικτή στοάς καλυμμένης με περικοκλάδες και φυλλωσιές) και δύο συγκροτημάτων σταύλων, το πρώτο για τα άλογα του βασιλέως και της Αυλής, στα δυτικά του ανακτόρου και σε μικρή από αυτό απόσταση (στη θέση όπου αργότερα κτίσθηκαν τα γκαράζ), το δεύτερο πιο χαμηλά, στην διασταύρωση της δημοσιάς της Χαλκίδας, με τον δρόμο που κατευθύνεται προς το Παλαιόκαστρο. Περιελάμβανε ιπποστάσιο και σταύλο βοϊδών.

Ο αρχιτέκτων της προσωρινής βασιλικής επαύλεως Ερνέστος Τσίλλερ – την οποία τα παλιά τοπογραφικά του Κτήματος αναφέρουν ως «ξενώνα» – περιγράφει ρυθμολογικά το δημιούργημά του ως «ελληνοελβετικού ρυθμού», εννοώντας με αυτό ένα κτίσμα κατά βάση νεοκλασσικό, με δίρρικτη στέγη και ως προς τα επί μέρους με διακοσμητικά στοιχεία άλλα νεοκλασσικά και άλλα «γραφικά» ή ρομαντικά. Η αντιπαραβολή του σχεδίου του Τσίλλερ ενός δευτερεύοντος κτίσματος προορισμένου για το Τατόι, με την μοναδική – εξ όσων γνωρίζω – φωτογραφία της επαύλεως στην αρχική της μορφή που σώζεται στην Βασιλική Βιβλιοθήκη της Κοπεγχάγης, δείχνει σαφώς ότι η δεύτερη ήταν η απλουστευμένη και κατά πολύ μικρότερη εκδοχή του πρώτου. Πρόκειται για ένα στενόμακρο διώροφο σπίτι, με δίρρικτη στέγη, με τρία ανοίγματα στην στενή και έξη στην μακρά του πλευρά, πάνω σε ένα είδος βάθρου από ογκώδεις δόμους. Το αέτωμα κοσμείται από κλασικίζουσες τοιχογραφίες ένθεν και ένθεν του στενού φεγγίτη που έδινε φως στην σοφίτα. Στις στενές του πλευρές ένας μεγάλος διώροφος εξώστης συνέδεε το σπίτι μέσω μιας αρκετά πλατιάς σκάλας με τον κήπο. Στις δύο πλευρές τους οι σκάλες αυτές είχαν αντί κουπαστής αναβαθμούς πάνω στους οποίους ήσαν τοποθετημένες μαρμάρινες στρογγυλές φυτοδόχοι με ανάγλυφο το έμβλημα του Γεωργίου Α΄. Ένα στενό μπαλκόνι διέτρεχε στον όροφο, την ανατολική μακρά πλευρά, περνώντας μπροστά από τα τέσσερα κεντρικά ανοίγματά του. Την στέγη κοσμούσαν ανθέμια και ακροκέραμα. Σε μικρή απόσταση από την νοτιοανατολική γωνία τοποθετήθηκε το άγαλμα του Ψαρά του Δημητρίου Φιλιππότη. Τα εγκαίνια της πρώτης αυτής βασιλικής κατοικίας στο Τατόι, τελέσθηκαν με απλότητα με αγιασμό, στις 7 Απριλίου 1874.

Μέσα στην επόμενη δεκαετία, οικοδομούνται επίσης το διευθυντήριο, το σχολείο των βασιλοπαίδων – που χρησίμευε και ως συμπληρωματικός ξενώνας της βασιλικής επαύλεως- το οινοποιείο, το σπίτι του αρχικηπουρού (που εμφανίζεται σε χάρτη του 1878 και πρέπει να συνδεθεί με τον σχεδιασμό και την φύτευση του κήπου του μελλοντικού, οριστικού ανακτόρου), καθώς και η πιο ανατολική από τις δύο, πτέρυγα εργατικών κατοικιών. Με την προσθήκη ενός επί πλέον ορόφου που στεφανώθηκε με επάλξεις, ο παλιός ανεμόμυλος του Σούτσου μετατράπηκε σε πύργο με όψη μεσαιωνική. Στην κορυφή του, όπου κυμάτιζε η βασιλική σημαία, κάθε φορά που ο βασιλεύς βρισκόταν στο Τατόι, τοποθετήθηκε και ένα ρολόι που έδωσε το όνομά του στο ύψωμα. Στον πρώτο του όροφο ο Γεώργιος συγκέντρωσε τις όποιες αρχαιότητες από την αρχαία Δεκέλεια μπόρεσε να βρει – με πιο σημαντική μία στήλη φατρικού ψηφίσματος του έτους 396/395 π. Χ. – στον δε δεύτερο και τρίτο φυσικής ιστορίας αφιερωμένο στην πανίδα του κτήματος. Κτίσθηκαν επίσης ορισμένα άλλα κτήρια, επί το πλείστον βοηθητικά κτίσματα ή μεμονωμένες κατοικίες εργατών στο δάσος, που όμως χάθηκαν αργότερα στις μεγάλες πυρκαγιές. Είναι γνωστά (χωρίς να γνωρίζομε πάντοτε την μορφή ή την χρήση τους) είτε επειδή εμφανίζονται σε παλιούς χάρτες, είτε από φωτογραφίες, είτε τέλος από αφηγήσεις παλαιών κατοίκων του κτήματος. Τέλος στα αριστερά του δρόμου που ανέβαινε προς το παλάτι και ο οποίος, υπενθυμίζομε πως ήταν η δημοσία οδός προς την Χαλκίδα, διαγωνίως πίσω από το βουστάσιο και στην ίδια περίπου ευθεία με την πτέρυγα εργατικών κατοικιών, υπήρχε – άγνωστο από πότε – το χάνι του Λύγδα, απαραίτητη στάση όλων των περαστικών.

Οι οικοδομική δραστηριότητα συνεχίζεται έως περίπου το 1900. Πρώτος σταθμός η ανέγερση περί το 1885 και πάντως πριν από την ανέγερση της βασιλικής επαύλεως, στα νοτιοανατολικά της πτέρυγας εργατικών κατοικιών, του ξενοδοχείου «Τατόιον» και του μικρού αμαξοστάσιου απέναντι από αυτό, εις τρόπον ώστε τα τρία αυτά κτίσματα να συναποτελούν αρχικά ένα αρκετά απομονωμένο συγκρότημα. Το ξενοδοχείο συγκαταλέγεται στην ρομαντική γενιά των κτισμάτων του κτήματος. Αργότερα, κτίζεται η δυτική πτέρυγα των εργατόσπιτων, στο δυτικό άκρο της οποίας, μεταφέρεται σε ιδιαίτερο κτίσμα κάθετο προς αυτήν, το χάνι του Λύγδα. Το επόμενο διάστημα θα κτισθούν, πάνω μεν στην διασταύρωση το κτήριο των αξιωματικών της Φρουράς και ανατολικά του στην ίδια σειρά δύο μικρά συγκροτήματα εργατικών κατοικιών – απέριττα, με ασβεστωμένους τοίχους και κεραμοσκεπή. Το αργότερο το 1898, κτίζεται το βουτυροκομείο, που μοιάζει βγαλμένο από βόρειο παραμύθι. Ένα έτος αργότερα (1899), ανεγείρεται ο ναός της Αναστάσεως – αντίγραφο μεσαιωνικού ναού των Αθηνών – στο οροπέδιο του Παλαιόκαστρου (ακρόπολη της αρχαίας Δεκέλειας), που από το έτος 1880 είχε επιλεγεί ως χώρος του κοιμητηρίου της Δυναστείας και φιλοξενούσε ήδη το μικροσκοπικό μνήμα της βασιλοπούλας Όλγας που πέθανε το έτος εκείνο μόλις επτά μηνών. Το βουτυροκομείο κτίσθηκε το αργότερο στα 1898. Νοτιοανατολικά από την παλιά βασιλική κατοικία, στην θέση της παλιάς κατοικίας των Σούτσων, κτίζεται το υπασπιστήριο-σφαιριστήριο (1892), αντίγραφο μικρής επαύλεως στο Μπέρνστορφ της Δανίας. Μετά το 1900 τέλος, στα νότια του ιπποστασίου, τοποθετείται πάνω σε μεταλλική κατασκευή, μία καμπάνα, ο ήχος της οποίας ρυθμίζει τις εργασίες στο κτήμα. Μπροστά της κατασκευάζεται και ένα πρόχειρο υπόστεγο για τον σανό, μετέπειτα γνωστό ως «ρεμίζα».

Περί το 1888-89 προστίθεται ένας τρίτος, χαμηλός όροφος στο κτήριο του Τσίλλερ που χάνει έτσι τις ωραίες αναλογίες του καθώς και μέρος του νεοκλασικού του διακόσμου. Η αρκετά πρόχειρη αυτή μετατροπή οφείλεται στην ανέγερση του οριστικού ανακτόρου καθώς και στον γάμο του διαδόχου Κωνσταντίνου με την Σοφία της Πρωσσίας, τον Οκτώβριο του 1889. Το νιόπαντρο ζευγάρι θα εγκατασταθεί στην παλιά, μεγεθυμένη και αρκούντως κακοποιημένη έπαυλη του Τσίλλερ η οποία στο εξής θα ονομασθεί «ανάκτορο Κωνσταντίνου». Σ’ αυτήν θα γεννηθεί το επόμενο καλοκαίρι ο μετέπειτα Γεώργιος Β’ (1890-1947), δύο δε χρόνια μετά, ο Αλέξανδρος (1893-1920).

Τα πιο πολλά από τα κτήρια αυτής της γενιάς (= περί το 1885- 1890) είναι έργα του αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη, που εργάσθηκε υπό την καθοδήγηση και την συνεχή εποπτεία του Γεωργίου Α΄. Ο ναός της Αναστάσεως όμως είναι έργο του Αναστασίου Μεταξά.

Τον νεαρότατο και εντελώς άσημο ακόμη Σάββα Μπούκη και για λόγους που μας είναι άγνωστοι, επέλεξαν ο Γεώργιος και η Όλγα για να τον στείλουν στην Αγία Πετρούπολη με την εντολή να αντιγράψει μια από τις δύο νεογοτθικές επαύλεις που ήσαν κτισμένες μέσα στο αχανές πάρκο του ανακτόρου Πέτερχοφ, στα νότια παράλια του Φινικού κόλπου. Η Ferme-Farm- Farmhouse, έργο του Adam Menelas ή Menelaus – γερμανού αρχιτέκτονα που είχε συνοδεύσει τον περίφημο σκωτσέζο αρχιτέκτονα Cameron στην Αγία Πετρούπολη- κτίσθηκε το 1828/29 κι επεκτάθηκε αργότερα στα χρόνια του τσάρου Αλεξάνδρου Β’ (1856-1881) που την κατοίκησε στο σημείο που να ταυτισθεί με αυτόν. Παρ’ όλο που ο Μπούκης επέφερε στο Τατόι ορισμένες αλλαγές – άγνωστο αν πήρε ο ίδιος την πρωτοβουλία ή αν έλαβε σχετική εντολή από τον βασιλέα Γεώργιο- , η βασιλική έπαυλη στο Τατόι αποτελεί πιστή απομίμηση της Ferme. Άγνωστοι επίσης παραμένουν οι λόγοι που έκαμαν την βασίλισσα Όλγα να επιλέξει από τις τόσες ρωσικές αυτοκρατορικές κατοικίες την πλέον ίσως άσημη και στην οποία ουδέποτε κατοίκησε η ίδια. Η ανοικοδόμηση διήρκεσε από το 1884 έως το 1886, διάφορες όμως χωματουργικές εργασίες στο περιβάλλον του ανακτόρου, καθώς και η ολοκλήρωση της διακόσμησης και της επίπλωσης στο εσωτερικό του, καθυστέρησαν την εγκατάσταση σε αυτήν της βασιλικής οικογένειας μέχρι την άνοιξη του 1889. Τα εγκαίνια τελέσθηκαν με αγιασμό στις 18 Μαϊου, παρουσία της βασιλικής οικογένειας και μικρού αριθμού αυλικών και φίλων.

Η έπαυλη δεσπόζει ενός κήπου, που απλωνόταν αρχικώς σε δύο και αργότερα σε τρία επίπεδα, και ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να φυτεύεται πριν από το 1878. Στο ανώτερο επίπεδο τοποθετήθηκε το άγαλμα ενός κοζάκου κυνηγού, έργο του Ιευγκένι Λανσεράι, το οποίο η βασίλισσα Όλγα αγόρασε και έφερε από την Ρωσία, καθώς και στην ίδια ευθεία προς το άγαλμα ένας μαρμάρινος ημικυκλικός πάγκος με αρχαιοπρεπή διάκοσμο, στραμμένος προς την θέα και που εξαφανίσθηκε στις αναπλάσεις της προπολεμικής περιόδου . Στο ενδιάμεσο βρίσκεται «η σπηλιά», μια τεχνητή κόγχη, με μια μαρμάρινη γούρνα με νούφαρα στην οποία έπεφτε νερό από το στόμα μιας μαρμάρινης λεοντοκεφαλής. Το χαμηλότερο και πλέον εκτεταμένο επίπεδο τέμνεται καθέτως από μία κεντρική φαρδύτερη αλέα στα δεξιά της οποίας υπάρχει το γήπεδο του lawn-tennis και ένα θερμοκήπιο – που σημειώνεται σε τοπογραφικό του 1896, αλλά εξαφανίσθηκε αργότερα – κι αριστερά ένας μικρός «λαβύρινθος». Κοντά στο γήπεδο του τέννις κυπαρίσσια φυτεμένα κυκλικά, είχαν τα κλαδιά τους έτσι μπλεγμένα το ένα με το άλλο ώστε υψούμενα τα δένδρα να σχηματίζουν θόλο.

Η ζωή της βασιλικής οικογένειας στο Τατόι ήταν ένας συνδυασμός εκλέπτυνσης και απλότητας, η δε βασιλική αυλή περιοριζόταν συνήθως στους υπασπιστές και τις κυρίες επί των τιμών που είχαν εναλλάξ υπηρεσία. Την κάποια μονοτονία της σπούσαν επισκέψεις φίλων ή ξένων διπλωματών από την Αθήνα, κυρίως όμως οι αφίξεις συγγενών, εστεμμένων και μη, από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Σε διάρκεια επίσημης επίσκεψής τους στην Ελλάδα, επισκέπτονται το Τατόι, ο ηγεμών Μαυροβουνίου το 1899 και ο βασιλεύς της Ιταλίας το 1907. Η πιο μεγάλη γιορτή του έτους ήταν η ονομαστική εορτή της βασίλισσας Όλγας (11 Ιουλίου) που ξεκινούσε με δοξολογία στην εκκλησία και εν συνεχεία με γεύμα στο ύπαιθρο, με προσκεκλημένους τα μέλη της Κυβερνήσεως. Λίγο πιο πέρα – στην θέση όπου αργότερα κτίσθηκαν τα γκαράζ – η διεύθυνση του κτήματος προσέφερε σουβλιστό αρνί και κρασί τόσο στους άνδρες της Ανακτορικής Φρουράς, όσο και στους εργάτες του κτήματος, αλλά και σε πλήθος χωρικών που έρχονταν από τα γύρω χωριά. Ήταν το «γλέντι της κυρά- βασίλισσας». Μετά το φαγητό, στηνόταν χορός, τον οποίο ερχόταν να παρακολουθήσει η βασιλική οικογένεια, μετά το πέρας του επισήμου γεύματος. Συγκινημένος ο βασιλεύς κολλούσε από μία χρυσή λίρα στο ιδρωμένο μέτωπο κάθε οργανοπαίκτη. Η ίδια εορτή επαναλαμβανόταν στις 22 Αυγούστου, ημέρα των γενεθλίων της Όλγας, συνήθως χωρίς την βασιλική οικογένεια που την εποχή εκείνη απουσίαζε συνήθως στο εξωτερικό.

Στην οργάνωση του κτήματος ο Γεώργιος Α’ επέλεξε διαδοχικά ως συνεργάτες δύο εξαιρετικά άξιους, ευσυνείδητους και γνώστες του αντικειμένου της εργασίας τους Δανούς, αρχικώς μεν τον κάπως εκκεντρικό, αλλά εξαιρετικά αγαπητό στην αθηναϊκή κοινωνία, Λουδοβίκο Μύντερ (1873-1892) και εν συνεχεία, τον Όθωνα Βάισμαν (1893-1914). Μαζί με τον βασιλέα μπορούν να χαρακτηρισθούν ως οι δημιουργοί του Τατοϊου. Χάρη στους ανθρώπους αυτούς πολλές σύγχρονες μέθοδοι καλλιέργειας ή και προστασίας των δασών εφαρμόσθηκαν στην Ελλάδα για πρώτη φορά στο Τατόι. Για τα υποζύγια του κτήματος ο Γεώργιος Α’ εισήγαγε εξαρτήσεις πιο ανώδυνες για τα ζώα, τις οποίες μάταια προσπάθησε να διαδώσει, κυρίως μέσω της Γεωργικής Εταιρείας της οποίας ήταν ο επίτιμος πρόεδρος. Το έργο του Μύντερ και του Βάισμαν, συνέχισε επάξια ο Ιωάννης Κοκκίνης (1914-1923). Επί ημερών του το Τατόι θα περνούσε την πρώτη σοβαρή δοκιμασία του.

Λόγοι πολιτικοί, καθώς και η πυρκαγιά της 25ης Δεκεμβρίου 1909 που κατέστησε για ένα διάστημα μη κατοικήσιμα τα ανάκτορα στην Αθήνα, υποχρέωσαν την βασιλική οικογένεια να διαχειμάσει στο Τατόι. Στο κτήμα όμως δεν υπήρχαν επαρκείς χώροι διαμονής για το προσωπικό, ιδίως εξοπλισμένοι για τον χειμώνα που την χρονιά εκείνη ήταν ιδιαίτερα βαρύς. Η προφανής ταλαιπωρία τόσων ανθρώπων ήταν ο λόγος, όπως αναφέρει στο ημερολόγιό του ο πρίγκιπας Νικόλαος, που ώθησε τον Γεώργιο να αποφασίσει την ανέγερση ενός κτηρίου για το προσωπικό. Τα πολιτικά γεγονότα και εν συνεχεία οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-1913 δυσχέραιναν την πραγμάτωση του σχεδίου αυτού, το οποίο έφερε σε πέρας ο νέος βασιλεύς τον χειμώνα του 1913-1914. Μετά την δολοφονία του Γεωργίου στην Θεσσαλονίκη στις 5 Μαρτίου 1913, ο Κωνσταντίνος και η Σοφία, είχαν ανάγκη περισσότερου χώρου, δεδομένου ότι εξακολούθησαν να κατοικούν στην παλιά έπαυλη, καθότι ο Γεώργιος είχε αφήσει δια της διαθήκης του το καθ’ αυτό παλάτι στην βασίλισσα Όλγα. Το κτήριο του προσωπικού κτίσθηκε πίσω από το υπασπιστήριο, σχεδόν παράλληλα με το ανάκτορο Κωνσταντίνου. Έχει έντονο λειτουργικό χαρακτήρα, ανταποκρινόμενο στην προσωπικότητα του νέου βασιλέως που ήταν κατ’ εξοχήν στρατιώτης. Σε μικρή απόσταση πίσω από αυτό, το παλιό «φαρμακείο» – που η ντόπια παράδοση συνδέει με το «νοσοκομείο της βασίλισσας Όλγας»- μετατρέπεται σε κατοικία του φροντιστή, ήτοι του επί κεφαλής του ανδρικού προσωπικού των ανακτόρων. Την ίδια περίοδο κτίζεται και το κτήριο των στρατώνων στο ύψωμα που εποπτεύει το ανακτορικό συγκρότημα.

Και πάλι η ταραγμένη περίοδος που ακολουθεί εμπόδισε την περάτωση του εσωτερικού διακόσμου του ναού της Αναστάσεως στο Παλαιόκαστρο, μπροστά στον οποίο – και σε μικρή απόσταση από το μνήμα της βασιλοπούλας Όλγας – είχε ταφεί σε απέριττο τάφο καλυπτόμενο από ογκώδη κυβόλιθο πεντελίσιου μαρμάρου, ο εθνομάρτυς Γεώργιος Α’. Η βασίλισσα Σοφία ωστόσο, λάτρης των κήπων και γενικώς του πρασίνου (η Αθήνα της οφείλει πολλά από τα άλση της), κατόρθωσε να αναπλάσει τον κήπο τόσο γύρω από το παλιό καθώς και από το νέο ανάκτορο, τον οποίο χαιρόταν να δείχνει στους καλεσμένους της.

Το καλοκαίρι του 1915 αναρρώνει στο Τατόι, ο βασιλεύς Κωνσταντίνος από βαριά αρρώστια που λίγο έλειψε να του στοιχίσει την ζωή . Η αδυναμία του να κατέλθει στα ανάκτορα των Αθηνών, καθιστά για λίγους μήνες το βασιλικό κτήμα και πιο ειδικά το παλιό ανάκτορο, το κύριο κέντρο αποφάσεων επί κρισίμων εθνικών ζητημάτων καθώς και θέατρο σημαντικών γεγονότων της πολιτικής ζωής της χώρας που με ορμή παρεσύρετο στην δύνη του Εθνικού Διχασμού. Άθλιος ο ρόλος των ξένων, πρωτίστως της Γαλλίας, που προωθούσαν κεκαλυμμένα τους δικούς τους άνομους σκοπούς. Ήταν επομένως φυσικό τόσο η κοινή γνώμη, όσο και η βασιλική οικογένεια (με εξαίρεση τον ίδιο τον βασιλέα) να αποδώσουν στον αδελφοκτόνο διχασμό και στην ξένη ανάμειξη, την πυρκαγιά που ξέσπασε στις 30 Ιουνίου 1916 και η οποία κατέκαψε 33.000 στρέμματα δάσους κι από τα κτήρια το ανάκτορο του Κωνσταντίνου, τον Προφήτη Ηλία, τους ανακτορικούς σταύλους, τον πύργο στο Ρολόι, καθώς και το σχολείο των βασιλοπαίδων, όπως πιθανότατα και άλλα κτίσματα ευρισκόμενα έξω από τον πυρήνα του κτήματος. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος κινδύνεψε να εγκλωβισθεί μέσα στις φλόγες. Εννέα όμως άνθρωποι υπήρξαν λιγώτερο τυχεροί κι άφησαν την ζωή τους στο φλεγόμενο δάσος. Παρ’ όλο που τα πάντα μοιάζουν να δικαιολογούν την εκδοχή του εμπρησμού, η κατηγορία αυτή δεν ευσταθεί, αν παρατηρήσει κανείς ότι εκείνες ακριβώς τις ημέρες και μετά από πολύμηνη ξηρασία, καιγόταν ολόκληρη η Ελλάδα. Όποια κι αν ήταν η αιτία της, η φωτιά του 1916 είναι ο πρώτος μετά το 1872 μείζων σταθμός στην ιστορία του Τατοϊου, το βίαιο τέλος της πρώτης χρυσής του εποχής. Εξ αιτίας της εξοντώθηκε επίσης μεγάλο μέρος της πανίδας του κτήματος, συμπεριλαμβανομένων των ελαφιών πολλά από τα οποία βρέθηκαν καρβουνιασμένα στις περιφράξεις. Τότε επίσης στέρεψαν οι πιο πολλές πηγές.

…………………………………..

Τα πολιτικά γεγονότα που ακολούθησαν, ή έξωση του Κωνσταντίνου από τις Δυνάμεις της Entente, η κομματική βενιζελική τυραννία και τέλος ο πόλεμος δεν παρείχαν την δυνατότητα να επουλωθούν οι πληγές. Στις 12 Οκτωβρίου πεθαίνει στο δωμάτιό του στο Τατόι, μετά από εβδομάδες φρικτής αγωνίας, ο πρίγκιπας-βασιλεύς Αλέξανδρος, μόλις 27 ετών. Ο τραυματισμός του από τον πίθηκο που συνεπλάκη με τον σκύλο του συνέβη στον δρόμο κάτω από την οικία Στουρμ, στην οποία παρασχέθηκαν στον Αλέξανδρο οι πρώτες βοήθειες. Δημοψήφισμα φέρνει πίσω θριαμβευτικά τον Κωνσταντίνο. Αλλά και πάλι περιθώρια οικονομικά και ψυχικά (λόγω του πολέμου και του πένθους του Αλεξάνδρου) δεν υπάρχουν για επανοικοδομήσεις, μεγάλης κλίμακας επισκευές και δενδροφυτεύσεις στο Τατόι. Η χώρα βρίσκεται παγιδευμένη στο μικρασιατικό αδιέξοδο. Η Μικρασιατική Καταστροφή, παρά την πολιτικότητα που επιδεικνύει ο νέος βασιλεύς Γεώργιος ο Β’, και τις προσπάθειες που όψιμα καταβάλει ο ίδιος ο Βενιζέλος για να σώσει το πολίτευμα, ήταν μοιραίο να συμπαρασύρει και την βασιλεία. Στις 19 Δεκεμβρίου ο Γεώργιος Β’ αναχωρεί στο εξωτερικό υπό μορφή αδείας. Στις 24 Μαρτίου 1924, η Εθνοσυνέλευση κηρύσσει την εγκαθίδρυση της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Σε μία Ελλάδα χωρίς βασιλεία ποια θα είναι τώρα η μοίρα του Τατοϊου;

Παραδόξως για τα ελληνικά χρονικά, η πολιτειακή αλλαγή δεν έθιξε το κτήμα, χάρη στην σωφροσύνη και τον πολιτισμό των τότε ηγητόρων που έλαβαν, παραβλέποντας τα οξύτατα πάθη των ημερών εκείνων, από την πρώτη στιγμή μέτρα για την προστασία του: επαρκή χρηματοδότηση καθώς και ένα νέο πλαίσιο και λόγο υπάρξεως. Από τα 1926 και μετά, όταν το Τατόι προσδέθηκε στην Αεροπορική Άμυνα (μετέπειτα Διοίκηση Δημοσίων Κτημάτων), τις ευκαιρίες που του παρείχε η Πολιτεία με τον νόμο 3213/ 14 Αυγούστου 1924 εκμεταλλεύτηκε, ο διορισθείς δυναμικός διευθυντής: ο δασολόγος Βασίλειος Δρούβας (1926-1961) προσωπικότητα αμφιλεγόμενη, στον οποίο όμως το Τατόι χρωστά πολλά. Χάρη σ’ αυτόν, το πρώην βασιλικό επούλωσε τα τραύματα της μεγάλης φωτιάς, θωρακίσθηκε απέναντι στην απειλή νέας φωτιάς με φαρδιές αντιπυρικές ζώνες και φυτεύσεις σε πυκνές σειρές δένδρων που δύσκολα αναφλέγονται, και με έναν συνδυασμό ανάπτυξης και σφιχτών οικονομιών, καθώς και την θέσπιση αυταρχικών μέτρων που επέτρεπε η νομοθεσία της εποχής, όπως την επιβολή προστίμων στο προσωπικό ή προστίμων για παράνομη ξύλευση, βοσκή ή ακόμη και διάβαση, κατάφερε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 το κτήμα για πρώτη φορά στην ιστορία του να έχει ενεργητικό, ύψους ετησίως περίπου ενός εκατομμυρίου. Το Εθνικό Αγροτικό Ορφανοτροφείο Αρρένων που λειτουργούσε στο κτήριο του προσωπικού και στα μαγειρεία έδινε ζωή τον χειμώνα στην τοπική κοινωνία. Η βασιλική έπαυλη λειτούργησε ως θερινό κυβερνείο – κατοικήθηκε μόνο από τον Αλέξανδρο Ζαϊμη- ενώ σε χώρους του ισογείου είχε προχείρως οργανωθεί ένα επισκέψιμο μουσείο με ενθύμια της Δυναστείας. Η οικονομική άνθιση επέτρεψε την ανέγερση κάποιων νέων κτηρίων, όπως της «μάνδρας», δηλαδή μιας περίφρακτης αυλής, γύρω από την οποία μεταφέρθηκαν διάφορα εργαστήρια του κτήματος, καθώς και οι κατοικίες εκείνων που έμεναν στην θέση όπου, επίσης περί το 1930, κτίσθηκε ο σταθμός της χωροφυλακής. Την ίδια περίοδο το ξενοδοχείο «Τατόιον» λειτουργεί ως παράρτημα του ξενοδοχείου «Σέσιλ» στο Κεφαλάρι της Κηφισιάς, ενώ το «χάνι του Λύγδα», υπό νέα διεύθυνση, μετονομάζεται σε «Ανακτορικόν Δάσος».

Οι κάτοικοι του Τατοϊου υποδέχονται με χαρά τον επιστρέψαντα βασιλέα Γεώργιο Β’ την 1η Δεκεμβρίου 1935. Αντιλαμβανόμενος την αξία του Δρούβα, ο Γεώργιος τον διατηρεί στην θέση του, παρά τις προσπάθειες πολλών, οι οποίοι στηρίζονταν στο γεγονός ότι ο Δρούβας ήταν ακραίος βενιζελικός και υποστηρικτής της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Ο φόρτος εργασίας και οι ποικίλες έγνοιες του βασιλέως που παρέλαβε μια χώρα από πάσης πλευράς διαλυμένη, τον εμποδίζουν να ασχοληθεί αμέσως με το Τατόι. Στις 22 Νοεμβρίου 1936 θάπτονται πανηγυρικά στο Παλαιόκαστρο τα οστά των βασιλέων Κωνσταντίνου, Σοφίας και Όλγας, τα τους οποίους το θωρηκτό «Αβέρωφ» μετέφερε από το Μπρίντιζι. Η Όλγα μπροστά στον ναό, δίπλα στον Γεώργιο, ο Κωνσταντίνος και η Σοφία, στο μαυσωλείο του οποίου έχει αρχίσει η ανέγερση στο κέντρο του μικρού οροπεδίου. Κοντά τους θα μεταφερθεί από την αρχική του θέση στην πρόσοψη του ναού, ο Αλέξανδρος. Αρνούμενος τον βασιλικό τίτλο στην επιτύμβια επιγραφή με την συμπλήρωση ότι «εβασίλευσε αντί του πατρός αυτού», ο Γεώργιος Β’ αποκαθιστά την συνταγματική και δυναστική τάξη που είχε κλονισθεί το 1917. Εμπνευστής του σχεδίου του βυζαντινοπρεπούς μαυσωλείου, ο αρχιτέκτων Μανώλης Λαζαρίδης. Λόγοι πιθανώς οικονομικοί επέβαλαν την μετατροπή του επί το απλούστερο, με την παρέμβαση του ανακτορικού αρχιτέκτονα Αναστασίου Μεταξά. Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος θα βρει το μαυσωλείο ημιτελές. Θα εμποδίσουν την ολοκλήρωσή του. την τελευταία κατοικία τους στο Παλαιόκαστρο οι βασιλόπαιδες Νικόλαος (Φεβρουάριος 1938), Χριστόφορος (Ιανουάριος 1940) και Μαρία (Δεκέμβριος 1940), καθώς και η βασιλόπαις Αλεξάνδρα, μεγάλη δούκισσα Παύλου της Ρωσίας (+1891), το παλιό ίνδαλμα του αθηναϊκού λαού, που στάλθηκε από το μαυσωλείο των Ρωμανώφ στο Λένινγκραντ στην Ελλάδα με εντολή του Στάλιν, ικανοποιούντος με καθυστέρηση σχετικό αίτημα του Έλληνος βασιλέως.

Το οικονομικό πλεόνασμα που βρήκε στο ταμείο του χάρη στην χρηστή διαχείριση του Δρούβα επέτρεψε στον βασιλέα την ανάληψη, την διετία 1937-1939, ενός σημαντικού οικοδομικού προγράμματος, στο πέρας του οποίου το Τατόι είχε σε μεγάλο βαθμό αλλάξει μορφή. Παράλληλα με την κατεδάφιση των ερειπίων του παλιού ανακτόρου, του σχολείου των βασιλοπαίδων και των ανακτορικών σταύλων με τα γύρω τους παρακολουθήματα, κατεδαφίσθηκαν επίσης κτήρια τα οποία είχαν μείνει ανέπαφα, είτε επειδή η αισθητική τους δεν ταίριαζε με εκείνη του Γεωργίου Β’ είτε διότι δεν θεωρούνταν αρκούντως λειτουργικά. Στις περιπτώσεις αυτές των κτηρίων που κατεδαφίζονται για να αναγερθούν και πάλι εκ βάθρων, ανήκουν τόσο τα μαγειρεία της βασιλικής επαύλεως (που επικοινωνούν, όπως και τα παλιά, μέσω ενός υπογείου διαδρόμου με το παλάτι), όσο και το διευθυντήριο. Το τελευταίο, με έκδηλο αγγλοσαξωνικό χαρακτήρα, είναι έργο του Περικλή Σακελλάριου, ο οποίος επίσης σχεδίασε το φυλάκιο της κεντρικής πύλης του κτήματος, της «πύλης της Βαρυμπόμπης». Η ίδια η πύλη με τους χαρακτηριστικούς μικρούς μαρμάρινους οβελίσκους της (που εκλάπησαν την δεκαετία του 1980) κατασκευάζεται το 1939.

Η δεύτερη μεγάλη αλλαγή που επέφερε η παλινόρθωση του 1935 είναι η απαγόρευση διέλευσης του κοινού μέσα από το κτήμα με αποτέλεσμα η δημοσία οδός να εκτραπεί στα δυτικά για να συναντήσει συμπτωματικά διερχόμενη από τις υπώρειες του Παλαιόκαστρου την αρχαία οδό Αθηνών – Χαλκίδος. Το κλείσιμο του κτήματος συνοδεύτηκε από την άρση της λειτουργίας του ξενοδοχείου και στην έκπτωση του «Ανακτορικού Δάσους» σε μπακάλικο- ψιλικατζίδικο, που σερβίριζε και κάποια γεύματα σε μέλη αποκλειστικά της διοίκησης του κτήματος και σε εργάτες.

Τότε επίσης κτίζεται το κτήριο με τους θαλάμους του εποχικού προσωπικού, ενώ το υπασπιστήριο αλλάζει και αυτό όψη – χάνοντας έτσι την αμιγώς δανέζικη αισθητική του – μετά από παρέμβαση πιθανώς του Αναστασίου Μεταξά.

Το κτήριο όμως που υπέφερε το πιο πολύ από την αναπλαστική δραστηριότητα του Γεωργίου β’ είναι αδιαμφισβήτητα το ίδιο το ανάκτορο, στο οποίο κατά την διετία 1937-1939 πραγματοποιήθηκαν μεγάλης εκτάσεως έργα, που εκσυγχρόνισαν το εσωτερικό του – με την εγκατάσταση λουτρών στα υπνοδωμάτια και κεντρικής θερμάνσεως – αλλά που παραμόρφωσαν το εξωτερικό, κυρίως δε την νότια όψη που βλέπει στον κήπο. Ενώ στην βόρεια πλευρά η μόνη αλλαγή υπήρξε η κατάργηση μιας εισόδου που οδηγούσε στην τραπεζαρία και στο ημιυπόγειο, στην νότια καταργήθηκε ουσιαστικά το διπλό χαγιάτι και αφαιρέθηκε όλος ο λεπτός λευκός δαντελωτός μεταλλικός διάκοσμος, αντικατασταθείς αλλού από τσιμεντένιες προθέσεις και αλλού από βαριά μπετονένια δοκάρια. Στο νέο χαγιάτι αντιγράφονται πρόχειρα οι επάλξεις που κοσμούν το μπαλκόνι πάνω από το βασιλικό γραφείο. Τα παλιά κιγκλιδώματα επιβίωσαν μόνο στο μπαλκόνι του δωματίου της βορειοδυτικής άκρας του σπιτιού, καθώς και σε λίγους φεγγίτες. Άγνωστο ωστόσο παραμένει αν τα νέα κιγκλιδώματα στους φεγγίτες και τον εξώστη, ανήκουν στην περίοδο 1937-38 ή αν τοποθετήθηκαν κατά την πρόχειρη – λόγω των πενιχρών οικονομικών – επισκευή της επαύλεως που ακολούθησε – πραγματοποιούμενη πιθανότατα το 1947-1948 – την διπλή λεηλασία της κατά τα Δεκεμβριανά. Η κατάδηλη έγνοια για την δαπάνη όσο το δυνατό λιγώτερων χρημάτων, μας κάνει να κλίνομε υπέρ της δεύτερης χρονολογίας. Όπως και να έχουν τα πράγματα, το αποτέλεσμα ήταν πως η συνεπής προς την εποχή της κομψή νεογοτθική έπαυλη του Γεωργίου Α’, μετατράπηκε από τον συνονόματο εγγονό του σε ένα κακοποιημένο και ερμαφρόδιτο κτήριο χωρίς ψυχή και χαρακτήρα.

Μιας τέτοιας εκτάσεως επέμβαση στο ιστορικό κτήριο ξενίζει ακόμη πιο πολύ αν λογαριάσομε ότι ο Γεώργιος σκόπευε να κτίσει στην κορυφή Κακούρθι της Πάρνηθας μια βίλλα-αετοφωλιά κι είχε μάλιστα αρχίσει, με αφετηρία την Κιθάρα, η κατασκευή του δρόμου που θα οδηγούσε εκεί. Το όλο εγχείρημα επιβράδυνε ο πόλεμος και τελικώς το ματαίωσε η ακολουθήσασα ξενική κατοχή.

Με εξαίρεση τις πριγκίπισσες Νικολάου (Ελένη) και Ανδρέα (Αλίκη) που αρνήθηκαν να φύγουν ενώ πλησίαζαν οι Γερμανοί, η λοιπή βασιλική οικογένεια εγκατέλειψε την Αθήνα, μεταβαίνουσα αρχικώς μεν στην Κρήτη και ακολούθως στην Αίγυπτο. Στο Τατόι το ανάκτορο σφραγίσθηκε από τις αρχές Κατοχής, οι οποίες χρησιμοποίησαν ορισμένα δευτερεύοντα κτήρια ως χώρους ανάρρωσης και ανάπαυσης για αξιωματικούς που επέστρεφαν από δύσκολες αποστολές. Στα τραγικά χρόνια της Κατοχής ο Δρούβας έδειξε το τι ήταν άξιος. Ενέτεινε τις καλλιέργειες, μοσχοπουλώντας τα προϊόντα στην αγορά της λιμοκτονούσας Αθήνας κι αυξάνοντας έτσι το αποθεματικό του ταμείου του κτήματος, περιορίζοντας ταυτόχρονα οποιαδήποτε μη παραγωγική δαπάνη. Πολιτεύθηκε δε με μαεστρία και προς όφελος του κτήματος τόσο με τον κατακτητή, όσο και με τους αντάρτες που έκαναν την εμφάνισή τους στην Πάρνηθα στα τέλη του 1943 και στους οποίους παρείχε ό,τι του ζητούσαν, μη εκτιθέμενος όμως ποτέ προσωπικά. Οι αντάρτες εμφανίζονται στην καρδιά του κτήματος το Πάσχα του 1944. Βρήκαν τους κατοίκους κρυμμένους στο αντιαεροπορικό καταφύγιο του παλατιού (για να προφυλαχθούν από τα αγγλικά αεροπλάνα που βομβάρδιζαν την ευρύτερη περιοχή του αεροδρομίου), δίπλα στα μαγειρεία. Ήσαν φιλικοί προς όλους, από το κτήμα όμως άρπαξαν μεγάλο αριθμό σφαγίων για το πασχαλιάτικο γλέντι τους ψηλά στο βουνό.

Ο νέος διχασμός χωρίζει και τους κατοίκους του Τατοϊου σε δύο στρατόπεδα. Με το ΕΑΜ τίθενται οι νέοι υπάλληλοι ή εργάτες, αρκετοί από τους οποίους ήσαν πρόσφυγες. Εναντίον του τοποθετούνται οι παλιοί. Στους καλοκαιρινούς μήνες η πίεση του «βουνού» εντείνεται, οι κλοπές και οι λεηλασίες πολλαπλασιάζονται στους σταύλους και στις αποθήκες. Όπως αυξάνονται οι υποχρεωτικές λαοσυνάξεις για κατήχηση, πότε στον σταθμό της χωροφυλακής και πότε στο ύπαιθρο, κοντά στο διευθυντήριο ή το δασονομείο. Σε μια από αυτές, ένας αντάρτης, κραυγάζοντας «κι εγώ είμαι ο Γεώργιος ο Γ΄!» πυροβόλησε στο σημείο της απεικόνισης του στέμματος μία από τις μεταλλικές λευκές και μαύρες ανθοδόχους που είχαν μεταφερθεί έξω από το διευθυντήριο από την θέση όπου ευρίσκοντο παλαιότερα, έως τις εργασίες του 1937-39, στον κήπο του παλατιού. Οι τρύπες από τις σφαίρες στην ανθοδόχο του Γεωργίου Α’ αποτελούν σήμερα το μόνο σημάδι της περιόδου της Ελασιτοκρατίας στο Τατόι. Διαβλέπων περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης, ο επιμελητής της βασιλικής χορηγίας Αθανάσιος Φίλων, μεταφέρει έγκαιρα στα ανάκτορα Αθηνών, τα πολυτιμότερα αντικείμενα της βασιλικής επαύλεως. Μπαίνοντας το φθινόπωρο, κάθε άλλη αρχή πλην του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ μοιάζει να έχει καταλυθεί.

Μέσα στις εβδομάδες του χάους το Τατόι λεηλατείται δύο φορές. Μια πρώτη ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1944 και μια δεύτερη – μαζί με πλείστα αγροκτήματα της Αττικής – ανήμερα τα Φώτα, όταν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ, μαζί με πλήθος κόσμου που έφευγε για να αποφύγει διώξεις και αντεκδικήσεις, αποσύρονταν άτακτα προς τον βορρά, έχοντας χάσει την μάχη της Αθήνας. Συντάσσεται κατάλογος προγραφών με 11 ονόματα αντιφρονούντων του κτήματος. Γνώριμός τους, καίτοι στέλεχος του ΕΛΑΣ Κηφισιάς, προειδοποιεί τους αναγραφόμενους σε αυτόν να φύγουν, να κρυφτούν. Όπως συνέβη σε πολλές αντίστοιχες περιπτώσεις η ακραία ιδεολογική αντίθεση έκρυβε έχθρες προσωπικές και ενίοτε ιδιοτελείς επιδιώξεις. Τρεις δεν έφυγαν, διότι δεν έβλεπαν τον λόγο να φύγουν. Δεν είχαν βλάψει κανένα, ποιος να τους ήθελε κακό; Ήσαν οι Παναγιώτης Κοροβέσης, Γιώργος Κεφάλας και Αναστάσης Μπαλής. Τα πτώματά τους βρέθηκαν από τον Λεωνίδα Δυονυσιάτη, κατακρεουργημένα στην θέση «Κρεμάλα». Μεταφέρθηκαν στην «μάνδρα», όπου έγινε ο θρήνος των οικογενειών. Την επομένη βρέθηκε κρεμασμένο από μια ελιά, προς το ρέμα της Βασιλοπούλας, ένα κορίτσι. Ήταν η αρραβωνιαστικιά ενός από τα θύματα. Η άτυχη νέα περίμενε παιδί. Έτσι η τραγωδία έκλεισε με τέταρτο και πέμπτο θύμα.

Το τελευταίο επεισόδιο του Εμφυλίου που αιματοκύλιζε την χώρα έλαβε στο Τατόι την μορφή του εμπρησμού. Την 1 έως 3 Αυγούστου 1945 το δάσος κατακαίεται περικυκλούμενο από βαλτές εστίες φωτιάς. Τρόπος αντιμετώπισης της πυρκαγιάς δεν υπάρχει. Για καλή τύχη, η φωτιά δεν έθιξε τα κτήρια. Μετά την διαρπαγή των κοπαδιών, την καταστροφή της συγκομιδής του κρασιού και του λαδιού στις αποθήκες, ήλθε και η απώλεια του δάσους. Για πρώτη φορά η πείνα μπήκε στην καθημερινότητα του Τατοϊου. Προκειμένου να ανταπεξέλθει, η τοπική κοινωνία – οικογένειες που συχνά εργάζονταν στο Τατόι, από πατέρα σε γιο, επί τρεις γενιές – αναγκάζεται να το εγκαταλείψει. Το βασιλικό κτήμα κατέβηκε στον τάφο για δεύτερη φορά.

……………………………………………..

Η επιστροφή της βασιλικής οικογένειας τον Σεπτέμβριο του 1946, ενισχύει τις προσπάθειες ανασυγκρότησης του κτήματος, που καταβάλλει ο πάντα ακαταπόνητος Δρούβας. Το ξεκίνημα έγινε, όπως σε τόσα άλλα ελληνικά κτήματα, με την απόκτηση κάποιων αγαθών από την UNRRA. Ο Δρούβας προσπαθεί να αναπληρώσει την απουσία του δάσους, δίνοντας έμφαση στην παραγωγή κρασιού και λαδιού, κυρίως όμως ενισχύοντας σοβαρά σε σχέση με το παρελθόν την κτηνοτροφική μονάδα του κτήματος, την οποία επίσης ανέστησε εκ του μηδενός. Προωθεί προς τούτο πρώτα την ανέγερση του χοιροστασίου (1948), κι έπειτα εκείνη του νέου βουστασίου (1952), χωρητικότητας 90 ζώων, που είναι ένα από τα πιο κομψά κτήρια του κτήματος. Αρχιτέκτονες της περιόδου αυτής ήσαν ο Κωνσταντίνος Γκίνης και κάπως αργότερα, ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής. Περίπου ταυτόχρονα (1950), ανοικοδομείται το οίκημα που θα στεγάσει μια γαλακτοτροφική μονάδα παραγωγής παστεριωμένου γάλακτος, την διεύθυνση της οποίας αναλαμβάνει το 1954 ένας Δανός. Λόγω της λυσσώδους αντίδρασης μερίδος της αντιπολιτεύσεως εναντίον της εμπορικής δραστηριότητος των Ανακτόρων, η μονάδα θα κλείσει το 1959.

Από το τέλος του 1948, το Τατόι καθίσταται η μόνιμη κατοικία της βασιλικής οικογένειας, η οποία το καλοκαίρι παραθερίζει αρχικώς μεν στους Πεταλιούς, μετά δε το 1956, στο Mon Repos της Κέρκυρας (που επισκευάσθηκε κρατικαίς δαπάναις για να φιλοξενήσει τον Τίτο, επίσημο επισκέπτη της Ελλάδος). Η βασιλική έπαυλις είναι επομένως ένα σπιτικό στο οποίο εκτυλίσσεται η καθημερινότητα μιας αγαπημένης οικογένειας, της οποίας το πλαίσιο ζωής δεν διέφερε – προς μεγάλη απογοήτευση επισκεπτών που πήγαιναν στο Τατόι για πρώτη φορά – από εκείνο των μεγαλοαστικών οικογενειών κάτω στην Αθήνα. Με εξαίρεση τους λίγους μήνες τον χειμώνα του 1956-57, όπου για λόγους οικονομίας, ο βασιλεύς Παύλος αναγκάσθηκε να κλείσει τα ανάκτορα της οδού Ηρώδου του Αττικού και την ορκωμοσία της κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου στις 19 Φεβρουαρίου 1964, λόγω της ασθενείας του βασιλέως, καμμία κρατική λειτουργία δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ στο Τατόι, το οποίο παρέμενε αυστηρά χώρος ιδιωτικός. Ωστόσο εξ αιτίας της επίσημης ιδιότητας των ιδιοκτητών του ελάμβαναν συχνά χώρα γεύματα προς τιμήν ξένων αρχηγών κρατών που επισκέπτονταν επισήμως ή ανεπισήμως την χώρα μας, σημαντικών διπλωματών ή στρατιωτικών παραγόντων ή δημοσιογράφων διερχομένων από την ελληνική πρωτεύουσα, αλλά και μελών άλλων βασιλικών οικογενειών περαστικών από την Αθήνα. Στα βασιλικά προγεύματα προσκαλούνταν επίσης πολιτικοί και κοινωνικοί ελληνικοί παράγοντες, καθώς και προσωπικότητες της επιστήμης, της τέχνης και του πολιτισμού. Η ημέρα για όλα τα μέλη της βασιλικής οικογένειας τελείωνε μπροστά στο τζάκι στο βασιλικό γραφείο. Ενίοτε και γύρω από το πιάνο στο σαλόνι όπου έπαιζε ο βασιλεύς Παύλος. Η δωρεά το 1953, από τον Σπύρο Σκούρα της Fox Film, στον βασιλέα Παύλο μηχανημάτων κινηματογραφικής προβολής, μετέτρεψε σε αίθουσα κινηματογράφου τον ημιυπόγειο χώρο κάτω ακριβώς από το γραφείο του βασιλέως. Στις προβολές ταινιών ήταν προσκαλεσμένο και το προσωπικό. Κυρίαρχο στοιχείο, κατά γενική ομολογία στο Τατόι ήταν η κλασική μουσική που ηχούσε στην ησυχία του δάσους, είτε επρόκειτο για το ευαίσθητο παίξιμο του βασιλέως Παύλου κι αργότερα της κόρης του πριγκίπισσας Ειρήνης, είτε για τους δίσκους που άκουγε η βασίλισσα στο διαπασόν. Πότε πότε συνέβαινε να παίξει στο πιάνο της επαύλεως η Τζίνα Μπαχάουερ ή να παίξει βιολί ο μέγας βιρτουόζος Γεχούντι Μενούχιν περαστικός για το σπίτι του στην Μύκονο, αμφότεροι φίλοι στενοί της βασιλικής οικογένειας. Λίγες και σχετικά μικρές ήσαν οι κοσμικές εκδηλώσεις: πάρτυ για την νεολαία, και σπανιότατα χορευτικά δείπνα με περιορισμένο αριθμό καλεσμένων, όπως εκείνο που πραγματοποιήθηκε προς τιμήν του πρίγκιπα Μαξιμιλιανού της Βαυαρίας (ο οποίος είχε επαναπατρίσει στην Ελλάδα τα βασιλικά διάσημα του Όθωνος) ή του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν που είχε θριαμβεύσει στο Φεστιβάλ Αθηνών…

Την περίοδο της Σαρακοστής τα ανάκτορα μετατρέπονταν σχεδόν σε μοναστήρι, με ακολουθίες πρωί και απόγευμα την Καθαρά και την Μεγάλη Εβδομάδα (έως και την Μ. Τετάρτη, μετά την οποία οι ακολουθίες ετελούντο στα ανάκτορα Αθηνών), στην εκκλησία της Αναστάσεως, στην οποία ετελείτο επίσης με επισημότητα, χωροστατούντος του αρχιεπισκόπου Αθηνών και με την συμμετοχή εκπροσώπων ορθοδόξων Εκκλησιών από όλον τον κόσμο, η ακολουθία της Πεντηκοστής. Στον βασιλέα Παύλο, άνθρωπο εξαιρετικά ευλαβή και φιλακόλουθο, οφείλετο όχι μόνον η αναβίωση της ανακτορικής παιδικής χορωδίας, αλλά και η αποπεράτωση, με κάθε επιμέλεια του ναού. Την αγιογράφησή του ανέλαβε και έφερε σε πέρας ο κοσμοκαλόγερος από την Μάδυτο της Ανατολικής Θράκης, Κομνηνός Καλόθετος, την διετία 1950-1952. Στο κοιμητήρι της Δυναστείας στο Παλαιόκαστρο, όπου σταδιακά πλήθαιναν τα μνήματα, μόνο το μαυσωλείο παρέμεινε εσωτερικά ημιτελές.

Στα 1955-56 κατασκευάζεται στο μεσαίο επίπεδο του κήπου η πισίνα, την ίδια δε περίπου εποχή, το μικρό θερμοκήπιο για λαχανικά ανάμεσα στο δασονομείο και το διευθυντήριο.

Η δεκαετία 1954 – 1964 μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η δεύτερη χρυσή εποχή του Τατοϊου, μετά τα χρόνια της μακρινής βασιλείας του Γεωργίου Α’.

Στις 6 Μαρτίου 1964 εν μέσω γενικής συγκινήσεως και πάγκοινου λαϊκού πένθους ο βασιλεύς Παύλος άφησε στο Τατόι την τελευταία του πνοή. Ετάφη στο Παλαιόκαστρο την Πέμπτη 12 Μαρτίου, στην θέση την οποία είχε επιλέξει ο ίδιος. Παρόντες ήσαν τέσσερεις βασιλείς, δύο βασίλισσες, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο Κύπρου Μακάριος, δύο πρόεδροι Δημοκρατίας, τρεις βασιλείς χωρίς βασίλειο, οι μνηστήρες τριών θρόνων, δύο διάδοχοι, ένας βασιλικός σύζυγος, η σύζυγος του προέδρου των ΗΠΑ, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρρυ Τρούμαν, ο πρωθυπουργός της Καμπότζης, οι πρόεδροι των Βουλών της Γιουγκοσλαβίας, της Ιταλίας και της Αυστρίας, ο αντιπρόεδρος της Αιγυπτιακής Δημοκρατίας, οι υπουργοί Εξωτερικών της Γαλλίας και της Ισπανίας, καθώς και περίπου σαράντα πρίγκιπες και δούκες.

Στα 1961 είχε πεθάνει ο Βασίλειος Δρούβας. Στο κτήμα δόθηκε το όνομά του σε μια πηγή στα Μαχούνια. Ως διάδοχός του ορίσθηκε ο γεωπόνος Φραγκίσκος Φίλιππας (1961-1977), γιος υπασπιστή του Γεωργίου Β’ και εκπαιδευτή προπολεμικά στην αεροπορία του τότε διαδόχου Παύλου.

Τις παραμονές του γάμου του νέου βασιλέως Κωνσταντίνου Β’ με την πριγκίπισσα Άννα-Μαρία της Δανίας (18 Σεπτεμβρίου 1964), θα δοθούν στο Τατόι, τρεις ανοικτές προς την ελληνική κοινωνία γαμήλιες δεξιώσεις, στην κάθε μια από τις οποίες προσκλήθηκαν περί τα 2.200 άτομα, εκπροσωπούντα όλες τις τάξεις. Ήσαν οι πολυπληθέστερες συγκεντρώσεις που γνώρισε ποτέ στην ιστορία της η βασιλική έπαυλη. Η βαθειά πολιτική κρίση στην οποία θα βυθιζόταν η Ελλάδα από τον Ιούλιο του 1965 – κρίση που αποσταθεροποίησε το πολίτευμα και την χώρα – καθώς και οι συχνές εγκυμοσύνες της νέας βασίλισσας επηρέασαν την καθημερινότητα στο Τατόι. Οι κοινωνικές εκδηλώσεις περιορίζονται, παρ’ όλο που εξακολουθεί η παράδοση των βασιλικών προγευμάτων, όπως και εκείνη της φιλοξενίας βασιλέων και μελών βασιλικών οικογενειών, κυρίως συγγενών της Άννας – Μαρίας. Το 1966 και το 1967, η ακολουθία της Κυριακής της Ορθοδοξίας, θα τελεσθεί με πανορθόδοξο χαρακτήρα στο Τατόι (αντί στην μητρόπολη των Αθηνών), τόσο δε πανηγυρικά ώστε να αποτελέσει το κορυφαίο γεγονός στο εορτολόγιο του βασιλικού κτήματος την διετία αυτή. Στις 20 Μαϊου 1967, γεννιέται στο Τατόι ο διάδοχος Παύλος.

Την ίδια εποχή αρχίζει στο «μεγάλο αμπέλι» η κατασκευή ενός ελικοδρομείου, το οποίο όμως δεν πρόλαβε να περατωθεί.

Η συμμετοχή του Τατοϊου στην πολιτική ιστορία της ταραγμένης αυτής περιόδου περιορίζεται στις δύο περίφημες μυστικές συναντήσεις των δύο πιο σημαντικών πολιτικών ηγετών, του Γεωργίου Παπανδρέου και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, που απέβλεπαν στην πτώση της κυβερνήσεως των «αποστατών», και στην διάνοιξη της πορείας προς τις εκλογές. Η πρώτη στα τέλη Νοεμβρίου 1966, πραγματοποιήθηκε στο υπασπιστήριο. Από βασιλικής πλευράς ήσαν παρόντες ο επί κεφαλής του πολιτικού γραφείου του βασιλέως πρέσβης Δημήτριος Μπίτσιος, καθώς και ο υπασπιστής και φίλος του Κωνσταντίνου Μιχάλης Αρναούτης. Η δεύτερη, στις αρχές Δεκεμβρίου, έγινε παρουσία του βασιλέως στην βασιλική έπαυλη. Η συμφωνία, γνωστή ως συμφωνία του Τατοϊου, επετεύχθη στα πλαίσια μιας συζήτησης που διεξήχθη σε μια ατμόσφαιρα ιδιαιτέρως φιλική μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Στις 22 Δεκεμβρίου ορκίστηκε η μεταβατική Κυβέρνηση Παρασκευοπούλου, την οποία δεσμεύτηκαν να στηρίξουν κοινοβουλευτικώς τόσο η Ένωση Κέντρου, όσο και η ΕΡΕ. Οι εκλογές ορίσθηκε να διεξαχθούν το αργότερο τον Ιούνιο. Ωστόσο νέες επιπλοκές οφειλόμενες εν πολλοίς στην πίεση που ασκούσε ο Ανδρέας Παπανδρέου στον πατέρα του για να αθετήσει την συμφωνία, οδήγησαν στην παραίτηση της κυβερνήσεως και στην αντικατάστασή της, στις 4 Απριλίου, από μία αμιγώς δεξιά Κυβέρνηση υπό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ενώ οι φήμες οργίαζαν περί επικειμένου πραξικοπήματος για την επιβολή δικτατορίας.

Στο μεταξύ δύο ξεχωριστές ομάδες στρατιωτικών συνωμοτούσαν και προετοίμαζαν την εκτροπή, θεωρώντας βέβαιη την νίκη του Γεωργίου Παπανδρέου συρόμενου από τον Ανδρέα: οι στρατηγοί και εν αγνοία αυτών οι συνταγματάρχες. Δυσανασχετούντες οι πρώτοι από το γεγονός ότι ο βασιλεύς, μολονότι ενήμερος για τις προθέσεις τους, ηρνείτο να τους δώσει το πράσινο φως για να επέμβουν, αποφάσισαν να κινηθούν αυτοβούλως. Αγνοούσαν όμως ότι στους κόλπους τους είχαν έναν συνωμότη της φατρίας των συνταγματαρχών. Ο στρατηγός Ζωιτάκης, διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού, εμήνυσε στους συνταγματάρχες να σπεύσουν να προλάβουν τους ανωτέρους τους. Ως χρόνος για την εκδήλωση του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών ορίσθηκε η νύχτα της 20ής προς 21η Απριλίου.

Στο Τατόι η βραδιά εκείνη πέρασε ήρεμα. Μετά το δείπνο, η βασιλική οικογένεια είδε ένα φιλμ στην αίθουσα του κινηματογράφου, μετά το οποίο η βασίλισσα Φρειδερίκη και η πριγκίπισσα Ειρήνη επέστρεψαν στο σπίτι τους στο Ψυχικό, ενώ η πριγκίπισσα Σοφία, την οποία φιλοξενούσε η μητέρα της, έμεινε να δει ένα ακόμη έργο, ύστερα από παράκληση του Κωνσταντίνου. Τελείωσε λίγο πριν από τη μία. Την μεν Σοφία κατέβασε στο Ψυχικό ένα αυτοκίνητο της Αυλής, τον δε Κωνσταντίνο, πάνω που τον έπαιρνε ο ύπνος, ξύπνησε το τηλεφώνημα ενός αναστατωμένου Αρναούτη, ο οποίος του ανέφερε ότι το σπίτι του επολιορκείτο, ότι άνδρες με στρατιωτικές στολές προσπαθούσαν να σπάσουν την πόρτα κι ότι έπρεπε στο Τατόι να ληφθούν μέτρα προστασίας και άμυνας! Ο βασιλεύς έθεσε την φρουρά Τατοϊου (= 20-30 άνδρες με ελαφρύ οπλισμό) σε συναγερμό, ενώ προσπαθούσε να αντιληφθεί τι συνέβαινε, να επικοινωνήσει με τον έξω κόσμο και να φέρει στο Τατόι την μητέρα και τις αδελφές του.

Δεν πρόλαβε όμως, διότι στο μεταξύ το Τατόι, το περικύκλωσαν τα τανκς, αποκόπτοντάς το από την υπόλοιπη χώρα. Συγκεχυμένες πληροφορίες αναστατωμένων ανθρώπων, που και αυτοί αγνοούσαν τι συνέβαινε, αύξησαν στους πολιορκημένους του Τατοϊου την αγωνία, η οποία επαυξανόταν και από το γεγονός ότι η βασίλισσα ήταν ετοιμόγεννη. Στον Γεώργιο Ράλλη, ο οποίος κατόρθωσε να του τηλεφωνήσει από το Αστυνομικό τμήμα του Αμαρουσίου, ο Κωνσταντίνος ζήτησε να μεταφέρει εκ μέρους του στον διοικητή του Γ’ Σώματος Στρατού (= τον Ζωιτάκη!) την εντολή να κινηθεί με τις δυνάμεις του προς την Αθήνα, για να τον βοηθήσει να αποκαταστήσει την έννομη τάξη, πληροφορώντας τον επίσης ότι ο πρωθυπουργός και τα μέλη της Κυβερνήσεως είχαν συλληφθεί. Λίγο αργότερα ο Ράλλης θα τον ενημέρωνε ότι το Γ’ Σ.Σ. είχε προσχωρήσει στο κίνημα για το οποίο και αυτή η Αμερικανική πρεσβεία – με την οποία επικοινώνησε ο Κωνσταντίνος – έδειξε να έχει αιφνιδιασθεί. Γύρω στις 4.30 πμ διακόπηκαν όλες οι τηλεφωνικές επικοινωνίες, πλην παραδόξως εκείνης με τον αστυνομικό σταθμό Αμαρουσίου που και αυτή διακόπηκε μία περίπου ώρα αργότερα. Ο Κωνσταντίνος, στον οποίο ένας υπασπιστής του είχε δώσει το όνομα των επί κεφαλής του πραξικοπήματος, πρόλαβε να ενημερώσει τον Ράλλη, ότι αυτοί σκόπευαν να ανεβούν στο Τατόι για να τον συναντήσουν. Ο Ράλλης είπε στον βασιλέα ότι θα επιχειρούσε να φθάσει στο Τατόι με τα πόδια, συμβουλεύοντάς τον σε περίπτωση που ο ίδιος δεν θα προλάβαινε ή που θα συλλαμβάνετο καθ’ οδόν, να προτάξει «παθητικήν αντίστασιν, με την ελπίδα ότι θα ημπορέσετε κάποτε να τους ανατρέψετε».

Οι πραξικοπηματίες Γ. Παπαδόπουλος, Στυλιανός Παττακός και Νικόλαος Μακαρέζος, έφθασαν στο Τατόι, λίγο μετά τις 6, και έγιναν δεκτοί από έναν έξαλλο από οργή Κωνσταντίνο που τους επέπληξε δριμύτατα και κυριολεκτικώς εξεμάνη όταν άκουσε ότι είχαν σώσει την Ελλάδα για χάρη του. Αυτοί τον άκουγαν σε στάση προσοχής, αλλά με την βεβαιότητα- που δεν διέφυγε στον βασιλέα – ότι αυτοί ήλεγχαν πια την κατάσταση. Τους ζήτησε να επιστρέψουν στο Τατόι μαζί με τον Σπαντιδάκη, τον αρχηγό του Επιτελείου. Ο τελευταίος, ομολόγησε στον οργισμένο Κωνσταντίνο, ότι είχε προκρίνει την συνεργασία με τους πραξικοπηματίες, με σκοπό να τους ελέγξει καλύτερα. Μετά από αυτό ο βασιλεύς, οδηγώντας ο ίδιος το αυτοκίνητό του κι έχοντας δίπλα του έναν υπασπιστή, άφησε το Τατόι και κατευθύνθηκε στο Πεντάγωνο, όπου τον περίμεναν νέες απογοητεύσεις.

Στην περίοδο μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, λόγω των ειδικών συνθηκών και του καθεστώτος ασφυκτικής επιτήρησης στο οποίο η Χούντα είχε υποβάλλει την βασιλική οικογένεια, οι κοινωνικές και δημοσίου χαρακτήρα εκδηλώσεις περιορίσθηκαν στο ελάχιστο. Από αυτές η πιο σημαντική ήταν στις 17 Μαϊου, η τελετή της διαβεβαιώσεως του νέου αρχιεπισκόπου – και πρώην πρωθιερέως των Ανακτόρων – Ιερωνύμου. Όμως το μείζον γεγονός στο Τατόι αυτή την περίοδο ήταν η γέννηση του διαδόχου Παύλου, στις 20 Μαϊου 1967.

Η έντονη απέχθεια προς την δικτατορία και τους επίορκους ηγέτες της, καθώς και ο φόβος για πλήρη εδραίωση του καθεστώτος το οποίο έχαιρε της ανοικτής υποστηρίξεως τον ΗΠΑ και το οποίο σταδιακώς απομάκρυνε από τις καίριες θέσεις του στρατεύματος τους βασιλόφρονες αξιωματικούς, κατέστησαν επείγουσα από πλευράς του βασιλέως την απόπειρα καταρρίψεώς του. Ως ημερομηνία του αντιπραξικοπήματος ορίσθηκε η 13η Δεκεμβρίου – η ημέρα Ω -. Το σχέδιο, επινοημένο με αρκετή επιπολαιότητα, προέβλεπε την μετάβαση της βασιλικής οικογένειας στην Θεσσαλονίκη. Στην βόρειο Ελλάδα ήταν συγκεντρωμένο μεγάλο μέρος των ενόπλων δυνάμεων, καθ’ ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσε να εκραγεί πόλεμος με την Τουρκία, λόγω αναζωπυρώσεως του Κυπριακού. Παρ’ όλο που οι προετοιμασίες διεξήχθησαν με την μεγαλύτερη μυστικότητα και οι συγκεντρώσεις των αναμειγνυομένων στην προσπάθεια έγιναν σε γειτονικά του Τατοϊου κτήματα, στα οποία ο Κωνσταντίνος μετέβαινε λαμβάνοντας μύριες προφυλάξεις, το σχέδιο διέρρευσε και το καθεστώς κατέστειλε με ευκολία, το βασιλικό αντικίνημα, στο οποίο ο βασιλεύς διακινδύνευσε τα πάντα. Ωστόσο όταν το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου 1967, περί τις 10.15΄ (η καθυστέρηση οφείλετο στην επί μακρόν αναζήτηση του αρχιεπισκόπου ), η μικρή βασιλική πομπή πέρασε την πύλη του κτήματος κατευθυνόμενη προς το αεροδρόμιο του Τατοϊου, τόσον ο ίδιος, όσο και τα μέλη της οικογενείας του, είχαν την βεβαιότητα της άμεσης επιστροφής τους.

…………………………………………………………………………………..

Το αμέσως επόμενο διάστημα κατέστη σαφές ότι η βασιλική οικογένεια που είχε καταφύγει στην Ρώμη, δεν θα επέστρεφε στο ορατό τουλάχιστον μέλλον. Τα ανάκτορα τότε σφραγίσθηκαν και η φύλαξη του συνόλου της βασιλικής περιουσίας ανετέθη σε τριμελή επιτροπή του αξιωματικών. Ως αποτέλεσμα των πολιτικών εξελίξεων, το Τατόι στην ουσία παρέμεινε μετέωρο και εισήλθε σε ένα στάδιο αναπόφευκτης παρακμής, λόγω του ότι το παρόν του δεν είχε για το καθεστώς νόημα και το μέλλον του ήταν αβέβαιο. Συνεχείς προσπάθειες εκ μέρους του βασιλέως άλλοτε για να εξασφαλισθούν στοιχειωδώς παλιοί υπάλληλοι του κτήματος, κι άλλοτε για να σωθούν ζώα – κυρίως άλογα που σαν γερνούσαν έπαιρναν τον δρόμο των ιταλικών σφαγείων – παρέμειναν τις πιο πολλές φορές ατελέσφορες.

Μετά την 1η Ιουνίου 1973, ημέρα που η Χούντα κατέλυσε και τυπικώς την Βασιλεία, τα μεν κτήρια του Τατοϊου περιήλθαν στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, η δε γη στο υπουργείο Γεωργίας. Δια του Νομοθετικού Διατάγματος 225, της 5ης Οκτωβρίου 1973, απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά το σύνολο της βασιλικής περιουσίας. Το εν λόγω νομοθέτημα περιελάμβανε και λεπτομερή απαρίθμηση όλων των φορητών αντικειμένων, βάσει λεπτομερούς καταγραφής που είχε πραγματοποιηθεί στην διάρκεια του καλοκαιριού.

Η κατάσταση για το κτήμα επιδεινώθηκε μετά το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974, το αποτέλεσμα του οποίου ήταν αρνητικό για την επάνοδο της Βασιλείας και το Τατόι που αφέθηκε στην εγκατάλειψη και την λεηλασία, υπήρξε θύμα του φανατισμού της εποχής και της ατολμίας μιας σειράς κυβερνήσεων ανίκανων να μιμηθούν το πολιτισμένο παράδειγμα της Α΄Αβασίλευτης Δημοκρατίας.

– Επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή, το Τατόι, αναγνωρισθέν ως ιδιωτική περιουσία της τ. βασιλικής οικογένειας, της επεστράφη, ενώ συγκεντρώθηκαν σε αυτό φορητά κειμήλια προερχόμενα από τα άλλα ιδιωτικά ή κρατικά ανάκτορα.

– Ακολούθησε μία περίπου δεκαετής φάση (1984-1993) διαπραγματεύσεων μεταξύ του πρώην βασιλέως και των κυβερνήσεων Ανδρέα Παπανδρέου και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για την ρύθμιση οικονομικών εκκρεμοτήτων, η οποία κατέληξε σε συμφωνία βάσει της οποίας η βασιλική οικογένεια διατηρούσε στην κατοχή της στο Τατόι κατά πλήρη κυριότητα 3.962, 710 στρέμματα, έχοντας καταβάλλει τον αντιστοιχούντα φόρο, ενώ το υπόλοιπο κτήμα παρεχωρείτο στο Δημόσιο υπό τους εξής όρους. Α. 401, 5 στρέμματα να μεταβιβασθούν στο κοινωφελές ίδρυμα «Ελληνικό Ίδρυμα Επιμελείας του Παιδιού» με στόχο την ανέγερση νοσοκομείου και την σύσταση ερευνητικού κέντρου για την καταπολέμηση των παιδικών ασθενειών και Β. η υπόλοιπη γη, εκτάσεως 37.426 στρεμμάτων, να περιέλθει στο ίδρυμα «Εθνικός Δρυμός Τατοϊου», με σκοπό την διατήρηση, προστασία και ανάπτυξη του δάσους. Η παραχωρηθείσα το 1991, άδεια από την κυβέρνηση Μητσοτάκη στον τέως βασιλέα να εξάγει από την Ελλάδα την οικοσκευή του, ξεσήκωσε τέτοιαν αντίδραση (υπόθεση containers) που έκαμε την κυβέρνηση να ανακαλέσει την απόφασή της, ενώ η διαδικασία της μεταφοράς είχε ήδη ξεκινήσει. Έτσι ένα μέρος – το σημαντικότερο – των βασιλικών φορητών βρέθηκε στο εξωτερικό, ενώ ένα άλλο μέρος παρέμεινε στο Τατόι.

– Η πλήρης ανάκληση της συμφωνίας με τον νόμο 2215/1994, από την τελευταία κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου και η επαναφορά από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Ευάγγελο Βενιζέλο του χουντικού νόμου 225/1973, συνοδευόμενου με την επιβολή της στέρησης της ελληνικής ιθαγένειας στα μέλη της τ. βασιλικής οικογένειας, οδήγησαν τον Κωνσταντίνο να προσφύγει αρχικώς στην ελληνική δικαιοσύνη και ακολούθως στην ευρωπαϊκή. Στις 23 Νοεμβρίου 2000, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο, αφ’ ενός δικαίωσε ηθικά την τ. βασιλική οικογένεια, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα της πλήρους ιδιοκτησίας επί του Τατοϊου, του Mon Repos και του κτήματος Πολυδένδρι και αφ’ ετέρου παρείχε στους διαδίκους εύλογη προθεσμία εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσεως. Σε αντίθετη περίπτωση, οι διάδικοι εντέλλονταν να προχωρήσουν σε εκτίμηση της εν λόγω ακίνητης και κινητής περιουσίας με σκοπό την καταβολή αποζημιώσεως το ύψος της οποίας θα οριζόταν από το Δ.Α.Δ. Ύστερα από την άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να έλθει σε οποιαδήποτε συνεννόηση με τον βασιλέα Κωνσταντίνο, το ΔΑΔ όρισε τελικώς το ποσό της αποζημίωσης, στις 28ης Νοεμβρίου 2002, στα 13.200.000 ευρώ.

Ο νέος ιδιοκτήτης του κτήματος, το ελληνικό δημόσιο, παρέλαβε το Τατόι στις 7 Μαρτίου 2003.

Στο διάστημα αυτό το κτήμα, πέραν της εγκατάλειψης και των λεηλασιών, είχε υποστεί δύο μεγάλες πυρκαγιές από εμπρησμό, στις 16-18 Ιουλίου 1974 (αποτέφρωση 13.500 στρεμμάτων δάσους) και στις 10-11 Ιουλίου 1977(4.000 στρέμματα) και ως κατακλείδα τον καταστρεπτικό σεισμό της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, το επίκεντρο του οποίου ήταν πολύ κοντά στο Τατόι.

Ο μόνος χώρος που εξακολουθούσε στη διάρκεια όλης αυτής της περίοδου της κατάρρευσης να διατηρεί μία σχέση με το παρελθόν ήταν το κοιμητήρι στο Παλαιόκαστρο. Τούτο δε παρά την λεηλασία της εκκλησίας του και του μαυσωλείου, καθώς και την φθορά τόσο από τον χρόνο όσο και από ανθρώπινα χέρια που υπέστησαν κατά καιρούς τα διάφορα μνήματα, καθώς και το φυλάκιο της φρουράς. Η ταφή της βασίλισσας Φρειδερίκης στις 12 Φεβρουαρίου 1981, παρουσία των βασιλικών οικογενειών της Ελλάδος και της Ισπανίας, εκπροσώπων βασιλικών οίκων, φίλων της εκλιπούσης, παλιών αυλικών και πλήθους λαού, ήταν το μείζον γεγονός στο Τατόι αυτής της περιόδου. Στις 7 Φεβρουαρίου 1993 ενταφιάσθηκαν επίσης στο Παλαιόκαστρο η πριγκίπισσα Ασπασία της Ελλάδος (Μάνου), καθώς και η κόρη της και κόρη του Αλεξάνδρου, Αλεξάνδρα, τελευταία βασίλισσα της Γιουγκοσλαβίας. Στις 11 Οκτωβρίου 2007, τέλος, έγινε η ταφή της πριγκίπισσας Αικατερίνης της Ελλάδος (λαίδης Μπράντραμ), μικρότερης αδελφής των βασιλέων Γεωργίου Β΄, Αλεξάνδρου και Παύλου.

Η μικρόνοια που προκάλεσε από πλευράς της Πολιτείας την εγκατάλειψη του Κτήματος, ο φανατισμός και η κακοήθεια που οδήγησε σε εμπρησμούς, λεηλασίες και καταστροφές, τέλος οι σεισμοί και οι βαρυχειμωνιές, φέρνοντας το ανυπεράσπιστο Τατόι στα μη περαιτέρω, επέφεραν την εμπλοκή της Κοινωνίας, που αγανακτισμένη, αποφασισμένη και ανυποχώρητη, πήρε πάνω της τα όσα είχε την υποχρέωση προ πολλού να έχει κάνει το Κράτος. Την κατάκτηση του Χρόνου του Κτήματος έφερε σε πέρας σε κάτι λιγώτερο από επτά χρόνια (1998-2004) ο ιστορικός Κώστας Μ. Σταματόπουλος. Το δίτομο έργο του Το Χρονικό του Τατοϊου (1800 -2003) από τις εκδόσεις Καπόν, αφ’ ενός παρέχει στο εξής την δυνατότητα στην Πολιτεία να κινηθεί επί ήδη εξερευνημένου εδάφους και αφ’ ετέρου κατέστησε γνωστή σε ευρύτερο κοινό την μοναδικότητα του Κτήματος. Ο συγγραφέας του «Χρονικού» υπό την ιδιότητα του γενικού γραμματέως της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, ενέπλεξε την δραστήρια αυτή οργάνωση στην προσπάθεια διάσωσης του Τατοϊου. Ένα πρώτο βήμα υπήρξε η δημιουργία φακέλλου με τις αποτυπώσεις όλων –πλην του ανακτόρου- των κτηρίων του κτήματος (εργασία που πραγματοποίησε ο κ. Ιάσων Καβαλλίνης), ο οποίος παραδόθηκε το 2001 στο Υπουργείο Πολιτισμού, συνοδεύοντας το αίτημα του χαρακτηρισμού του Τατοϊου. Ο χαρακτηρισμός, αφορώντας περί τα 15.000 στρέμματα μέσα στα οποία βρίσκεται το σύνολο σχεδόν των κτηρίων του Κτήματος, επιτεύχθηκε, ύστερα από δύο χρόνια καθυστέρηση, τον Σεπτέμβριο του 2003. Το δεύτερο βήμα ήταν η εκπόνηση στις γενικές της γραμμές από διεπιστημονική επιτροπή της Ελληνικής Εταιρείας, μιας προτάσεως λειτουργικού σχεδιασμού για την αναβίωση και την αξιοποίηση του Κτήματος. Η πρόταση ανακοινώθηκε από τον Κ. Μ. Σταματόπουλο, πρόεδρο της εν λόγω επιτροπής, σε συνέντευξη τύπου τον Μάρτιο του 2005. Στις συνεχιζόμενες προσπάθειες της Ελληνικής Εταιρείας ήλθε το 2010 αρωγός ο σύλλογος «Οι Φίλοι του Τατοϊου», ο οποίος δια του λίαν δραστηρίου προέδρου του κ. Βασίλη Κουτσαβλή, έδωσε στην υπόθεση του Τατοϊου – που κατέληξε να γίνει πάγκοινο αίτημα υποστηριζόμενο και από τον Τύπο – μια γενναία ώθηση. Τον Νοέμβριο του 2011 κυκλοφόρησε, επίσης από τις εκδόσεις Καπόν, ένας οδηγός του Κτήματος, με τίτλο: Τατόι: περιήγηση στον χρόνο και τον χώρο. Συγγραφεύς του: ο Κώστας Μ. Σταματόπουλος.

Κι ενώ Κοινωνία έπραττε ευσυνείδητα το καθήκον της, η Πολιτεία εξακολουθούσε να μη πράττει το δικό της. Την περίοδο της εγκατάλειψης ακολούθησε εκείνη της αναποφασιστικότητας, της σύγχυσης και της προχειρότητας, κατά την οποία όμως πραγματοποιήθηκε μικρός αριθμός αναστυλώσεων αμφιλεγόμενης ποιότητας, καθώς και η καταγραφή και η μερική συντήρηση φορητών κειμηλίων, από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού. Στο κατάμεστο από αντικείμενα – ανάμεσα στα οποία είναι και οι βασιλικές άμαξες – παλιό βουστάσιο, ουδείς επί 10 σχεδόν χρόνια έχει εισέλθει (!), με αποτέλεσμα τα αποθηκευμένα εκεί από το 1977 κειμήλια, να σαπίζουν και να καταστρέφονται. Το Προεδρικό Διάταγμα του 2007 κατήργησε τα ιστορικά όρια του Κτήματος, υπάγοντας το μεγαλύτερο μέρος της δασικής του έκτασης στον Φορέα Διαχείρισης του Δρυμού Πάρνηθας, ενώ παράλληλα τεμάχισε το Κτήμα σε ζώνες, σε ορισμένες από τις οποίες όρισε χρήσεις ασύμβατες με τα υπάρχοντα σ’ αυτές κτήρια! Το μοιραίο αποτέλεσμα ήταν προσπάθειες φιλότιμες, όπως εκείνη του αρχιτεκτονικού γραφείου που κέρδισε τον διαγωνισμό του ΟΡΣΑ, μερικώς να αστοχήσουν. Η οικονομική κρίση επιδείνωσε την κατάσταση. Ο δια νόμου θεσπισθείς στα τέλη Απριλίου του 2012, Φορέας Διαχείρισης Τατοϊου, αντί να απλουστεύσει, περιέπλεξε περαιτέρω τα πράγματα και δημιούργησε νέα αδιέξοδα στην υπόθεση του πολύπαθου Κτήματος. Ως επιστέγασμα και ομολογία παταγώδους αποτυχίας ήλθε η ανακοίνωση περί της υπαγωγής του Τατοϊου στα περί εκποιήσεως ή περί μακροχρονίου διαθέσως ακίνητα του Δημοσίου! Ένα είναι το σίγουρο: το μέλλον του Κτήματος παραμένει μετέωρο, συγκεχυμένο και ρευστό, ενώ συνεχίζεται επιταχυνόμενη η κατάρρευση των κτηρίων του και η καταστροφή της όλης υλικοτεχνικής του υποδομής.-

Για την πλήρη και αναλυτική Ιστορία του πρώην Βασιλικού Κτήματος Τατοΐου, μπορείτε να ανατρέξετε στα πλούσια εικονογραφημένα βιβλία του κ. Κ. Μ. Σταματόπουλου: “Το Χρονικό του Τατοΐου” και το “Τατόι: Περιήγηση στον χρόνο και τον χώρο” Και τα δύο κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καπόν.

History of the former Royal Estate – ENG Version (Translated by Ms. Irene Noel)

Set on the southeastern slopes of Parnitha, Tatoi covers an area roughly the size of the ancient state of Dekeleia, known to many for its archaeological finds – some of which are now exhibited in the National Archaeological Museum – and for its part in one of the final episodes of the Peloponnesian Wars. Thucydides (VII.27.3), writes that the Spartans, under King Agis, wishing to create a more effective blockade of Athens, took up a fortified position in Dekeleia during the summer of 413BC. They chose the summit of a hill from where they could scan the plain of Athens as far as the sea, including parts of Mesogea and the Thriasian plain, Salamis, and the main route towards Boeotia and Evia. Some remains of the ancient fortification that still survive have given the hill its present name: Palaiokastro. The base of a watchtower from the 4th century BC has survived at Katsamidi.

Centuries of complete obscurity were to follow, the only surviving trace of civilization being the mysterious Palaiopyrgos (old tower), which was built in around 1600, on the western slopes of Kiafathermi. Maps from the second half of the 19th century (Muenter, Kaupert) mark the existence of some ruined chapels, primitive windmills and limekilns, as well as the remains of some small settlements. For a long time the place names have been principally Albanian, evidence of the presence and large scale settlement of Albanian speakers.

The road to and from Chalcis passed through this region from ancient times onwards. Directly after Greek Independence in 1821 the road divided the estate (tsiflik) of Tatoi on the west (towards Parnitha) from the tsifliks of Liopesi and Mahounia to its east. The latter formed part of the manor owned by the family of the Mufti, the religious leader of Athens, while Tatoi belonged to the Omer Aga (later Pasha) of Karystos.

After independence, the tsiflik of Tatoi came under the ownership of the Phanariot Alexander Cantacuzino, and the estates of Liopesi and Mahounia initially went to one Georgios Leventis and later, in 1842, to the Phanariot Scarlatto Soutzo. In 1838 Soutzos married Elpida, the daughter of Cantacuzino. And so in 1842 the three original tsifliks were united under one owner, and given the name of Tatoi. The Soutzos family owned extensive properties in the wider region, covering a total area of about 150,000 stremmata. (37,500 acres)

The Soutzos couple built a modest one story house in Tatoi, on the site where the pavilion of the aides de camp stands today. To the east, on the summit of a rise, a windmill was constructed: evidence that cereals were grown on the estate. A few farmhouses, probably fairly basic, were built. During all this time, as before, Tatoi was a thoroughfare, but also a refuge for bands of brigands, to whom the Soutzoi occasionally offered protection in exchange for their political support. In August 1843 Queen Amalia visited Tatoi and was captivated by its natural beauty. Late in the evening of the 6th April 1865, King George I, on his way to Chalcis, came to spend the night there as the guest of Scarlatto Soutzos, who was Marshal of the Court. Tatoi was the first stop on the king’s tour of Greece, taken with a view to learning more about his country after arriving there for the first time in the autumn of 1863.

In 1870 Ernst Ziller, (the architect of neo-classical Athens), hearing that King George was looking for a place to set up his summer residence, showed him round Tatoi. The king had been tempted by Petalioi, a property belonging to his wife Olga. But Ziller knew that Soutsos would be happy to sell Tatoi, and extolled the virtues of its climate, abundant water supply and direct communication with the capital. George I seems to have agreed at once to Ziller’s suggestion, judging by the fact that in that same year Ziller drew up various highly ambitious designs – enormous villas, in various styles (renaissance, neogothic and “Greek-Swiss”), some of which have survived. The contract of sale was eventually signed on 15 May 1872, in Soutzou’s house on the corner of Korai and Panepistimiou Street. The price was agreed at 300,000 drachmas, to be paid by the king within the year, in four installments. In 1877 Bafi was added to the original area of about 16,000 stremmata (4000 acres), as a present from the parliament to the king, and which was to become part of his private property. Later some smaller areas here and there (small in the terms of the time), were either bequeathed, traded or subsequently purchased in Keramidi. Finally, in 1891, the plateau of Driza was bought by George from Andreas Syngrou, who had owned it for a while, though it too had previously belonged to the Soutzos family: with this last purchase the royal estate reached its maximum area: to wit 47,427 stremmata (11,857 acres).

As soon as he became the owner of the original core of the estate, George began to implement his plans for reforestation and the building of an infrastructure – one of the few such endeavors in Greece: this included digging wells, devising methods for channelling and containing water – and ice – irrigation systems, cutting tracks and fire breaks through the forest, building mills and bridges – the two most imposing were decorated with the king’s personal emblem – and constructing water tanks and a reservoir at lake Kithara in case of fire. Meanwhile he set about making the estate financially viable by putting certain areas under cultivation, mainly with vineyards and olive groves. He also embarked on an extensive building programme, which was to include the construction of a first, temporary, dwelling with an annex, (later known as the Sturm house), and its own chapel to the Prophet Elijah, joined to the royal residence by a shaded walkway covered with climbing plants and foliage. Two stable quarters were also constructed: the first, a little distance away to the west of the palace (where the garages would later be built), to house the horses belonging to the king and members of the court, and the second, lower down, on the crossroads between the main road to Chalcis and the road to Palaiokastro, to provide further stabling for horses, along with a cowshed.

The architect of the temporary royal villa – which is referred to in old maps of the Estate as a “guest house” – describes his creation as being “Greek-Swiss in style”, meaning a building that is essentially neoclassical, but with a pitched roof, and with details of ornamentation that alternate between the neoclassical and the “picturesque”, or romantic. If you compare Ziller’s design for the “negengebäude”, or annex, intended for Tatoi with the only – so far as I know – photograph of the royal villa in its initial form in the Royal Library in Copenhagen, it shows clearly that the second was a simplified and considerably smaller version of the first. The first royal villa consisted of a narrow, one story house, with a pitched roof, three windows at the front and six on either side, on a base of solid blocks. The pediment was decorated with murals in the classical style, on either side of a narrow window lighting the attic. At either end of the house a broad, two story balcony connected the house to the garden by means of a relatively wide staircase. Instead of a railing, the stairs had stepped walls on either side upon which round marble flower containers were placed, carved with the emblem of George I. The four doorways on the first floor opened onto a narrow balcony, which ran along the east side of the building. The roof was decorated with floral motives and finials. A little beyond the southeastern corner stood the statue of a Fisher Boy, by Dimitrios Filippotis. The inauguration of the first royal residence at Tatoi was celebrated with a simple blessing on the 7th April 1874.

Over the following decade there was more building, to include the estate manager’s house, the ‘princes’ school’ for teachers of the royal children – which was also used as an extra guest room for the royal villa – a winery, the head gardener’s cottage (which appears on a map from 1878, and must be linked to the early design and planting of the garden in preparation for the proposed palace); and another building, namely the easternmost of the two buildings eventually constructed to house the workers on the estate. The old Soutzos windmill was transformed into a medieval style tower, with the addition of another level with crenelations. A flag fluttered over them whenever the king was at Tatoi, and a clock on the tower gave its name to the hill. On the first floor of the tower George I kept a collection of all the archaeological treasures he was able to find from ancient Dekeleia – most notably a stele describing initiation rites for the young citizens of Dekeleia, (396-395BC). The second and third floors were dedicated to the fauna of the estate. A number of other buildings were also built, for the most part ancillary buildings or isolated dwellings for forest workers, which however were destroyed later in the large forest fires. We know about them (without being sure of their exact design and purpose) either because they appear in the older maps, or from photographs, or finally from the reminiscences of former inhabitants of the estate. Finally, in the same row as the workers’ accommodation and running diagonally behind the cowshed, to the left of the road which led up to the royal villa and which, as has been mentioned, was once the main road to Chalcis, there stood, since time immemorial, the khan of Lygdas, an inn and customary stopping place for all passing travelers.

Building activities continued up until about 1900. In around 1885, and certainly before the royal villa, the hotel “Tatoion” and the small carriage house opposite were built, to the south east of the workers house, so that these three buildings begin to form a separate little enclave. The hotel may be classed as belonging to the more romantic era of building on the estate. Subsequently another building for housing the workers was added to the west of the existing one, and to the west of that, at right angles to it, the khan of Lygdas was transferred to a newly designated building.

Later on a building for the officers of the royal guard was built on the crossroads, and to the east of it another two rows of workers cottages – plain, with whitewashed walls and tiled roofs. By 1898, at the latest, the dairy was built, looking rather like a picturesque cottage from a fairy tale. A year later, in 1889, the church of the Resurrection – copy of a medieval church in Athens – was erected on the foothills of Palaiokastro (the acropolis of ancient Dekeleia). This was the place chosen, in the year 1880, as a burial ground for the royal dynasty, and was already the site of the little grave of princess Olga, who had died in that year when she was only seven months old. To the south east of the old royal residence, on the site of the old Soutzos house, an aides’ house/billiard room is built in 1892, copy of a small villa at Bernsdorf in Denmark. Towards the end of 1895, a bell is placed on a metal plinth to the south of the stables, and is rung to regulate the work on the estate. In front of it a temporary shelter is built for hay, subsequently known as “remiza”.

At around 1888-89 a third low story is added to Ziller’s building, which thus loses its fine proportions and a part of its neoclassical decoration. This relatively makeshift alteration was due to the building of the new royal villa. After the wedding of the crown prince Constantine to Sophia of Prussia, in October 1889, the newly wed couple were to establish themselves in the old, enlarged and relatively ill built Ziller villa, which would subsequently be known as “Constantine’s palace”. It was in this house, during the following summer, that the baby who was to become George II (1890-1947) was born, and two years later, Alexander (1893-1920).

Most of the buildings from this period (from about 1885-1890), were the work of the architect Savvas Boukis, under the direction and constant supervision of George I. The church of the Resurrection however is the work of Anastasios Metaxas.

The very young and as yet quite unknown Savvas Boukis was chosen, for reasons unknown to us, by George and Olga, and was sent to St Petersburg with instructions to copy one of the two neogothic villas which had been built in the great park of the Peterhof palace, on the southern coast of the Gulf of Finland. “The Ferme”, which was the work of Adam Menelas or Menelaus – a german architect who had accompanied the well known Scottish architect Cameron to St Petersburg, was built in 1828/29 and was subsequently extended during the time of the Tsar Alexander II (1856-1881), who lived in it long enough for the Ferme to be associated with his name. Although Boukis introduced certain changes for Tatoi – it isn’t certain whether he himself took responsibility for them or whether he had specific orders from King George – the royal villa at Tatoi is a fairly faithful imitation of the Ferme. It is uncertain what made Queen Olga chose this design, out of all the many residences of the Russian Tsars, since it was relatively insignificant and though she had visited it she had never actually lived there herself. Building went on from 1884 to 1886, but earthworks in the area of the palace, as well as the completion of its decoration and interior furnishings, delayed the royal family’s move there till the spring of 1889. The inauguration of the villa was celebrated with a blessing on the 18th May, in the presence of the royal family and a small circle of courtiers and friends.

The villa overlooks a garden, originally laid out on two and later on three levels, which had already begun to be planted before 1878. On the upper terrace there was a statue of a Cossack hunter, the work of Yevgeny Lanserai, bought and transported by Queen Olga from Russia. On the way to it a marble semi circular bench with antique carving, overlooking the view, which disappeared during renovations in the pre war period. In between a “grotto” was constructed, and a marble lily pond into which water flowed out of the marble mouth of a lion. The lower and more extensive terrace was divided by a wide central alley, to the right of which lies the lawn tennis court and a greenhouse – marked on the survey of 1896, but disappearing later – and to the left a small “maze”. Near the tennis court cypress trees were planted in a circle, their branches interwoven so as to form a sheltering dome overhead.

The way of life of the royal family at Tatoi was a combination of refinement and simplicity, and the court in attendance was usually limited to aides de camp and ladies in waiting. The daily round was interrupted by visits of friends and foreign diplomats from Athens, but mostly by the arrival of relatives, some crowned heads and some not, from other European countries. The Prince of Montenegro, in 1899, and the King of Italy, in 1907, were both welcomed at Tatoi during their official visits to Greece. The biggest festival each year was Queen Olga’s name’s day on the 11th July, which began with a liturgy in the church and continued with a feast in the open air, to which all members of the Government were invited. A little beyond – on the site where the garage would later be built – the managers of the estate served roast lamb and wine to men of the Royal Guard, and to the workers on the estate, as well as to many of the villagers who lived in the area. It was known as the “Feast of the Lady-Queen”. After the food there was dancing, which the royal family came to watch once they had finished their more formal dinner. The king, moved by the music, would press a gold sovereign to the sweating forehead of each member of the band. A similar feast was repeated on the 22 August, on the day of Olga’s birthday, but usually not in the presence of the royal family, who tended to be abroad at that time of year.

For the management of the estate George I chose in succession two exceptionally conscientious and expert Danes, at first Ludwig Munter (1873-1892), who was somewhat eccentric but much loved in Athenian society, and afterwards Otho Baisman (1893-1914). Together with the King they might be considered to be the creators of Tatoi. Thanks to them many of the current methods for the cultivation and preservation of forest land were established in Greece for the first time at Tatoi. For the oxen and horses on the farm George I introduced harnesses that were less painful for the animals, which he tried in vain to bring into wider use, mainly through the Agricultural Foundation of which he was honorary chairman. The work of Munter and Baisman was diligently continued by Ioannis Kokkinis (1914-1923). It was during his day that Tatoi was to encounter its first serious challenge.

For political reasons, and due to the fire of the 25th December, which for a time rendered the palace in Athens uninhabitable, the royal family were obliged to spend the winter of 1909 in Tatoi. However there were not enough rooms for all the personnel, and they were ill equipped for winter, which that year was a particularly heavy one. Prince Nicholas notes in his diary that it was the obvious discomfort of so many people that prompted George’s decision to construct a building for his Staff. Political events and consequently the Balkan wars of 1912-1913 delayed the realization of the scheme, which the new king eventually carried out in the winter of 1913-1914. After the murder of George in Thessaloniki, on the 5th March 1913, Constantine and Sophia had need of more space, given that they continued to live in the old villa, since George had left the palace itself to queen Olga in his will. The building for the Staff was built behind the pavillion of the aides de camp, almost parallel to Constantine’s palace. It had a notably functional character, reflecting the personality of the new king, who was essentially a soldier. At some distance behind it, the old “pharmacy” – which by local tradition was referred to as “Queen Olga’s hospital” – was turned into a house for the steward, who was responsible for the male personnel in the palaces. During that period also a building was constructed as a barracks, on the hill overlooking the palace enclave.

Once again the troubled times that followed prevented the completion of the internal decoration of the church of the Resurrection on Palaiokastro. In front of it – and at a little distance from the grave of Princess Olga – George I, who had died for his country, was buried in a simple grave, overlaid with a block of Pentelic marble. Difficulties notwithstanding, Queen Sophia, who was a lover of gardens and of everything green (Athens owes many of its parks to her) was able to improve the gardens surrounding the old as well as the new palace, and took delight in showing them to her visitors.

In the summer of 1915 king Constantine stayed at Tatoi to recuperate from a serious illness which nearly cost him his life. His inability to travel to the palace in Athens meant that for a few months the royal estate, and especially the old palace, became the centre of decision making for critical national questions, and the scene of significant events in the political life of the country, thrown into the turmoil of the so called National Schism. The foreign powers, France in particular, were pursuing their own illegitimate and hidden agendas. It was therefore only natural that public opinion in general and the royal family itself (with the exception of the king) should blame the forest fire that broke out on 30th June 1916 on the violent Schism and on foreign intervention. 33,000 stremmata of forest were burned, as well as buildings, including the residence of Constantine, the church of the Prophet Elijah, the royal stables, the Clock tower and the princes’ school, along probably with other buildings lying outside the core of the estate. Constantine himself narrowly escaped being trapped in the flames. Nine others were less lucky and lost their lives in the burning forest. Despite appearances justifying charges of arson, it was an accusation that does not truly hold, if one considers that during those very days and after months of drought, the whole of Greece was in flames. Whatever the reason for it, the fire of 1916 was the first major setback in the history of Tatoi from 1872, and it put a violent end to its first golden age. As a result of it the greater part of the fauna of the estate perished, including the deer, many of whose charred remains were later found beside the fences. It was then, too, that most of the springs dried out.

The political events that followed, the dethronement and expulsion of Constantine by the Entente Powers, the tyranny of the Venizelist party and finally the war, prevented any possibility of a healing of wounds. On the 12th October Constantine’s second son, king Alexander, died of a monkey bite in his room at Tatoi, after weeks of frightful agony, aged only 27. The monkey had become embroiled in a fight with his dog on the road below the Sturm house, where Alexander was given first aid. A referendum brought Constantine back to be king in December 1920. But still there was no lee-way, in terms either of money or morale, (due to the war, and the mourning for Alexander) for any kind of renovation, large scale repairs or tree planting at Tatoi. The country was trapped in the asia minor impasse of 1922, which led to Constantine’s abdication that same year. This ‘Asia Minor Disaster’, for all the politic agility demonstrated by Constantine’s son George II, who in turn became king, and the attempts that Venizelos himself belatedly made to save the regime, was fated to carry the monarchy away with it. On the 19th December George II went abroad, ostensibly for a holiday, knowing that he would not return. On the 24th March 1924 the National Assembly declared the establishment of a republican democracy in Greece. In a Greece without a monarchy, what would be the fate of Tatoi?

Unusually in the Greek annals, political change did not harm Tatoi, thanks to the cleverness and decency of the country’s then leaders, who were able to ignore the heightened passions of the day, and took immediate measures for its protection: to secure adequate funding as well as a new framework and purpose for the estate. From 1926 onwards, when Tatoi was attached to the ministry of Air Defence, (and afterwards to the Office of State Property), opportunities were offered by the government under its Act 3213/14 of August 1924, which were exploited by the appointed manager, the energetic forester Vasilios Drouvas (1926-1961) a somewhat dubious character to whom however Tatoi owes much. Thanks to him, the former royal estate was able to recover from the wounds inflicted by the great fire, and to arm itself against the threat of more fires, with wide firebreaks and the planting of thick rows of trees which do not easily burn, combining measures for the development of the estate with strict economy. Drouvas imposed methods of control that were allowed by the legislation of the time, such as the imposition of fines on personnel, fines for illegal felling, illegal pasture and even trespass. This meant that by the beginning of the 1930s the estate had begun to be productive, with a yearly income of about one million drachma. The National Agricultural Boys Orphanage, based in the former staff house and in the kitchen buildings, brought new life to the local community in winter. The royal villa operated as a presidential residence in summer – it was inhabited only by Alexander Zaimis – and in parts of the basement a simple exhibition was set up, open to the public, with souvenirs from the royal dynasty. The fact that the estate flourished financially allowed the construction of some new buildings, such as the “mandra”, a fenced yard into which various workshops of the estate were transferred, and where residents were rehoused to make room for the new police station, on the site where their dwellings had previously stood. During the same period the hotel “Tatoion” was used as an annex to the hotel “Cecil”, at Kefalari in Kifissia, while the “khan of Lygdas”, under new management, was renamed Anaktorikon Dasos, The Royal Forest.

The inhabitants of Tatoi joyfully welcomed the returning King George II on the 1st December 1935. Despite the attempts of many to undermine Drouvas, who had been an extreme Venizelist and supporter of the Republican Democracy, George supported Drouvas, recognized his worth, and kept him on as manager of the estate. The burden of work and the many cares of the king, who was now taking on a country falling apart at the seams, prevented him from directly occupying himself with Tatoi. On the 22 November 1936 the bones of Constantine, Sophia and Olga, brought from Brindisi in the battleship Averof, were buried in pomp at Palaiokastro. Olga was placed beside George, in front of the chapel, and Constantine and Sophia in the mausoleum which had begun to be built at the centre of the little clearing. Alexander was put beside them, taken from his original place in front of the chapel. Rejecting the royal title on his epitaph with the inscription that he had “served in place of his father”, George II was to restore the constitutional and dynastic order that had been disturbed in 1917. The architect Manolis Lazaridis was the inspirer of the design for the mausoleum in the byzantine style. Probably for financial reasons they carried out the modifications in the simplest way possible, with the help of the royal architect Anastasios Metaxas. The second world war began when the mausoleum was only half finished, and prevented its completion. On Palaiokastro the royal princes, Nicholas (February 1938), and Christopher (January 1940) and Princess Maria (December 1940) were to find their final resting place, along with the grand duchess Alexandra, wife of Paul of Russia and darling of the Athenian people. Alexandra had died in 1891, and her remains were now sent from the mausoleum of the Romanovs in Leningrad to Greece by order of Stalin, fulfilling, after some delay, a special request from the Greek king.

The financial surplus that was left in the kitty thanks to the honest management of Drouvas allowed the king, between 1927-1939, to embark on a significant building program, by the end of which Tatoi had changed substantially. Along with the removal of the ruins of the old palace, the princes’ school and the royal stables and annexes round about, other buildings untouched by the fire were also pulled down, either because their style was not suited to George II’s taste, or because they weren’t considered to be sufficiently practical. Among the buildings that were knocked down to be built again from scratch were the kitchens of the royal villa (which were connected to the palace, as before, by means of an underground passage) and the estate manager’s house. The latter, with clear Anglo Saxon features, is the work of Pericles Sakellariou, who also designed the guardhouse at the main gate of the estate, known as the “Varibombi Gate”. The gate itself, with its distinctive small marble obelisks (which were stolen in the 1980s) was built in 1939.

The second major change brought by the renovations of 1935 was that public access to the estate was stopped and the main road diverted to the west, fortuitously joining the ancient road from Athens – Chalcis which traversed the foot of Palaiokastro. When Tatoi was closed to the public the hotel also ceased to function as a hotel, and the Royal Forest was now relegated to a hardware shop and grocery store, which also served meals to the people who ran the estate and to its workers.

At that time a building was constructed with bedrooms for the seasonal staff, and the pavilion of the aides de camp also changed its aspect – losing its purely Danish aesthetic – probably as a result of the intervention of Anastasius Metaxas.

But the building that suffered most from the George II’s passion for alterations was indisputably the royal villa itself, in which during the two years between 1937-1939 large-scale work was carried out to modernize its interior – putting adjoining bathrooms into bedrooms and adding central heating – but also disfiguring the outside, mainly its southern facade which looks onto the garden. On its northern aspect, the only change was to remove one of the entrances leading to the dining room and the half basement. On the south side the double balcony was effectively abandoned and all the fine white iron latticework removed, replaced here and there either by cement additions or heavy concrete beams. Rough copies of the crenellations that adorned the balcony above the royal office were now added to new hayiat. The only old latticework to survive was on the balcony at the north western end of the house, and on some of the lantern windows to the attic. It is still uncertain however whether the new railings on the windows to the cellar and on the balcony belong to the period 1937-1938, or whether they were put there during the impromptu (due to the constrained finances) overhaul of the villa that followed – most probably between 1947 and 1948 – after it was twice ransacked during the civil war in December 1943. The evident concern to spend as little money as possible makes one incline to the latter period. Whichever the case, the result was that the elegant neogothic villa built by George I, so in keeping with the times, was changed by his grandson and namesake into an ill conceived, hermaphrodite building without soul or character.

His extensive meddling with the historic building is even more astonishing when one considers that George was intending to build a villa cum eagle’s nest on the top of Kakourthi on Parnitha, and had begun, with Kithara as a starting point, on the construction of a road that would lead to it. The whole enterprise was delayed by the war and eventually abandoned due to the foreign occupation that followed.

With the exception of the Princess Nicholas (Eleni, grandmother of Prince Micheal of Kent) and Princess Andrew (Aliki, mother of Prince Philip and great grand daugher of Queen Victoria) who refused to leave as the Germans approached, the rest of the royal family abandoned Athens, traveling first to Crete and subsequently to Egypt. At Tatoi the royal villa was sealed up during the Occupation by the authorities, who used various ancillary buildings for the rest and recuperation of officers returning from difficult assignments. In the tragic years of the Occupation, Drouvas was to show his true worth. He extended the cultivation of the land, selling the produce at a good price in the markets of starving Athens and thus increasing the reserves of the estate coffers. Even the two princesses were obliged to buy what they needed, and Drouvas limited any expenses that were not directly productive. He dealt masterfully and for the benefit of the estate not only with the occupying powers but also with the guerrillas who appeared on Parnitha at the end of 1943 and to whom he gave whatever they asked for, without committing himself to either side. Guerrillas appeared at the heart of the estate during the Easter of 1944. They found its inhabitants hiding in the anti aircraft shelter beside the kitchens, trying to avoid the English planes that were bombing the entire area around the airport. The guerrillas were friendly to everyone, but took a great many lambs from the estate for their Easter festivities high up in the mountain.

The civil war was to divide the inhabitants of Tatoi into two camps. On the side of EAM there were the newer employees and the workers, many of them refugees. On the other side were the older inhabitants of the estate. During the summer months, the pressure from “the mountain” became intense, and theft and looting from the stables and storehouses increased. People were forced to gather for compulsory public meetings of indoctrination, either at the local police station or in the open air, beside the estate manager’s house or forester’s office. At one of these meetings, a brigand, crying out “I am George III!” took aim at the crown on one of the black and white cast iron flower containers, moved from the palace garden to stand in front of the estate office during the works of 1937-1939. The bullet holes in George I’s flower pot are today the only visible record of that period of anarchy at Tatoi. Foreseeing that the situation was likely to get worse, the Master of the Civil List, Athanasios Filon, was able in time to transfer the most precious objects from the royal villa to the palace in Athens. By the autumn of 1944 any kind of authority other than that of EAM-ELAS appeared to have disintegrated.

During those months of chaos Tatoi was looted twice. The first time on Christmas Day 1944 and the second time – along with most of the farms of Attica – on Epiphany, when the forces of ELAS, along with crowds of people leaving to escape persecution and revenge killings, were retreating in a state of chaos towards the north, having lost the battle for Athens. A blacklist was drawn up, with the names of 11 ‘opponents of the estate’. Someone known to them, who was a member of ELAS in Kifissia, warned the people on his list to flee and hide. As happened in many similar situations, behind the extremism and political conflict lay an enmity that was in fact personal, motivated often by self interest. Three of those warned did not leave, because they saw no reason to leave. They hadn’t harmed anyone, who could possibly want to harm them? They were Panayiotis Korovezis, Georgis Kefalas, and Anastasis Balas. Their bodies were found by Leonidas Dionysiatis, hacked to pieces in the place called Kremala (the Gallows). They were taken to the “mandra”, to be mourned by their stricken families. On the following day, near to the stream of Vassilopoula, the body of a girl was found hanging from an olive tree. She was the bride to be of one of the victims and had taken her own life. The unfortunate young woman was expecting a child. And so the tragedy continued, with a fourth and a fifth victim.

The last episode of the Civil war that caused so much bloodshed all over the country was to reach Tatoi in the form of arson. From the 1st to the 3rd of August 1945 the whole forest was ablaze, encircled by fires that had been deliberately lit. There was no way to fight the fire. By good fortune it did not reach the buildings. After the theft of the flocks, the destruction of the harvest, and the wine and oil in the store houses, there came the loss of the entire forest. For the first time famine became part of the life of Tatoi. To survive it the local community, often families who had worked at Tatoi father to son, for three generations, were forced to leave. The royal estate was abandoned for a second time.

In September 1946 the royal family’s return gave heart to the indefatigable Drouvas, who was trying to reorganize the estate. A start was made, as in so many Greek estates, with the arrival of a few basic supplies from UNRRA. Drouvas attempted to compensate for the loss of the forest by concentrating on the production of wine and oil, but mostly by significantly increasing the number of flocks and animals on the estate compared to former times, beginning, yet again, completely from scratch. First he embarked on the construction of a piggery (1948), and then a new cowshed, one of the most elegant buildings on the farm, built to house 90 animals (1952). The architect during this period was Constantine Ginis, and some time later, Alexandros Baltatzis. Around the same time (1950), an edifice was built to house a milk herd for the production of pasteurized milk, the management of which was undertaken in 1954 by a Dane. Due to virulent protests by sections of the opposition, who objected to the undertaking of any commercial enterprise by the Palace, the unit was to close in 1959.

By the end of 1948 Tatoi was the permanent residence of the royal family, who spent their summers first at Petalioi, and later, after 1956, at Mon Repos in Corfu (which was repaired at public expense in time for Tito’s official visit to Greece). Thereafter the royal villa was home to a loving and growing family who passed their days there in a way that hardly differed – much to the disappointment of visitors arriving at Tatoi for the first time – from any upper class family living down in Athens. Except for the few months, in the winter of 1956-57, when for financial reasons king Paul was forced to shut the palace on Herodus Atticus, and apart from the swearing in of George Papandreou’s government on 19 February 1964, which was due to the ill health of the king, no business of state was ever carried out at Tatoi, and it remained a strictly private place. However, as was natural given the official status of its owners, lunches were often held in honor of the leaders of foreign countries on formal or informal visits to Greece, distinguished diplomats, military personnel, journalists passing through the Greek capital, and members of other royal families who visited Athens. Politicians and people who contributed to the common good were invited to the lunches, as well as eminent figures from the fields of science, culture and the arts. The day would end for members of the royal family by the fire side in the royal office, or occasionally around the piano where King Paul would play. The gift of a film projector, in 1953, from Spyros Skouras of Fox Films, led to the half-basement directly beneath the king’s office being converted into a cinema. Domestic staff were also invited to watch films. A major feature, by general agreement, was the classical music that echoed through the quiet of the forest at Tatoi: the piano, played with sensitivity by king Paul, and later by his daughter Princess Irene; the records, played by the queen at full volume; the music of Gina Bachauer who occasionally played on the villa’s piano; or the violin of the great virtuoso Yehudi Menuhin, en route to his house in Mykonos. Both musicians were close friends of the royal family. Social functions were few: parties for the young, and more rarely dinner dances with a select guest list, such as those held in honor of prince Maximilian of Bavaria (who had repatriated the royal regalia of King Otho back to Greece), and for Herbert von Karajan, after his triumph at the Festival of Athens.

During Lent the palace was transformed, almost into a monastery, with services morning and evening during the first week of Lent and in holy week (up until the Wednesday before Easter, after which services were held at the Palace in Athens). It was at Tatoi that the services for Pentecost were also conducted, in the presence of the archbishop of Athens and representatives of the orthodox Church from around the world. And it is to King Paul, a man who was a practicing and devout christian, that we owe not only the resurrection of the Royal Children’s Choir, but also the completion, with every attention to detail, of the chapel at Tatoi. The frescoes were finished by an oblate from Madytos in Eastern Thrace, Komninos Kalothetos, during the two years between 1950 and 1952. In the family cemetery at Palaiokastro, where the graves were gradually multiplying, only the inside of the mausoleum remained half finished.

During 1955-1956, on the middle terrace in the garden, a swimming pool was built, and at around the same time a small greenhouse for vegetables, standing between the forester’s office and the estate office.

The decade between 1954-1964 might be described as a second golden age for Tatoi, its first having been during the long reign of George I.

On March 6th 1964, in an atmosphere of great sadness and widespread public mourning, King Paul took his last farewell at Tatoi. He was buried at Palaiokastro on Thursday 12 March, in the place he himself had chosen. Amidst the mourners at his funeral there were four kings, two queens, the patriarch of Jerusalem, Makarios of Cyprus, two ministers of state, three kings without a kingdom, three heirs to the throne, two crown princes, a king’s consort, the wife of the President of the United States, former president Harry Truman, the president of Cambodia, parliamentary leaders from Yugoslavia, Italy and Austria, the vice president of Egypt, the foreign ministers of France and Spain, and around forty other princes and dukes.

Vasilios Drouvas died in 1961. On the estate a spring was named after him at Mahounia. His successor was the agriculturalist Frangkiskos Filippas, who was the son of an aide de camp to George II, and had served before the war as a cadet in the air fleet of the then heir apparent, Prince Paul.

During the preparations for the wedding of the new king Constantine II to princess Anna Maria of Denmark, which took place on the 18th September 1964, three wedding receptions were held at Tatoi. For each one about 2200 invitations were issued, representing every class in society. They were to be the largest gatherings in the history of the royal villa. The frequent pregnancies of the new queen, and, not least, the deep political crisis into which Greece was submerged after July 1965 – a crisis which destabilized both the political regime and the country – naturally had an effect on everyday life at Tatoi. Social occasions were limited, although the tradition of royal lunches was to continue, as was the tradition of hospitality towards kings and members of other royal families, especially relatives of Anna Maria. In 1966 and 1967 the liturgy for the ‘Sunday of Orthodoxy’ (the first Sunday in Lent) was conducted in a fully orthodox manner at Tatoi, instead of at the Cathedral in Athens. It was the annual festival that for those two years became the most important event on the calendar at the royal estate.

During that same period work began to make a helicopter pad in the “big vineyard”, but it was never completed.

Tatoi’s involvement in the political history of this troubled period was limited to two famous secret meetings between two prominent political leaders, George Papandreou and Panayiotis Kanellopoulos, who were attempting to bring down the government of the “apostasia” (dissidents), and preparing the way for elections to be held. Their first meeting, at the end of November 1966, was held at the aides de camp’s house at Tatoi. The king was represented by the head of the royal political office, Ambassador Dimitrios Bitsios, and Constantine’s aide de camp and friend, Michalis Arnaoutis. The second meeting, at the beginning of December, took place at the royal villa in the presence of the King. The so-called “Tatoi agreement” was finalized during a conversation carried out in a particularly genial atmosphere around an open fire. On the 22 December the transitional government of Paraskevopoulos was sworn in, with the promised support both of United Cyprus, and of the ERE (the radical right wing party in Greece). It was agreed that elections would take place in June at the latest. However new complications, largely caused by Andreas Papandreou, who was putting pressure on his father to break the agreement, led to the fall of the government and to its replacement, on the 4th April, by a unilateral, right wing government under Panayiotis Kanellopoulos. Meanwhile rumours ran rife of an imminent coup and the imposition of a dictatorship.

At that time there were two separate factions in the military – the generals, and unbeknownst to them, the colonels – both plotting and preparing for a coup, and fearing that if they did not intervene in time, George Papandreou’s left wing party, with the backing of Andreas, would be certain to come to power. The generals were frustrated by the fact that the king, despite being aware of their intentions, refused to give them the green light to intervene, and so they decided to make their move independently. However what they did not know was that they had in their midst a conspirator who was on the side of the colonels. General Zoitakis, commander of the 3rd Army Corps, advised the colonels to speed things up in order to preempt their superiors. It was agreed that on the night of 20th-21st April the colonels would declare their coup.

At Tatoi the night passed without incident. After supper, the royal family watched a film in their cinema, after which Queen Frederika and Princess Irene returned to their house in Psychiko, while Princess Sophia, who was visiting her mother, was invited by Constantine to stay on and watch another film. It finished a little after one. Sophia was taken back to Psychiko in one of the royal cars, and Constantine had just gone to sleep when he was woken by a telephone call from Arnaoutis, in a state of considerable agitation, who told him that his house was surrounded, that men in army uniform were trying to break down the door and that measures should immediately be taken for the protection and defense of Tatoi! The king alerted the Tatoi guard (20 or 30 lightly armed men), and tried to find out what was going on, to communicate with the outside world and to bring his mother and sisters to Tatoi.

He didn’t have time, since in the interim Tatoi had been surrounded by tanks, cutting it off from the rest of the country. Vague rumours from people who were themselves too upset to understand what was going on added to the anxiety of those trapped at Tatoi, who were all the more concerned because the queen was about to give birth. Constantine asked Georgios Rallis, who had managed to telephone him from the Police department in Maroussi, to convey an order to the commander of the 3rd Army Corps in Thessaloniki (Zoitakis!) to move with his forces to Athens, and help him restore law and order, informing him also that the president and members of the Government had been arrested. A little later Rallis told him that the 3rd Army Corps had changed sides and was supporting the coup – apparently surprising even the American ambassador, with whom Constantine was eventually able to communicate. At around 4.30pm all telephone communication was cut off, except, bizarrely, for the police station in Maroussi, which was also eventually cut off about an hour later. An aide de camp gave Constantine the names of those responsible for the coup, who managed to inform Rallis that they were planning to come up to Tatoi to meet with the king. Rallis told Constantine that he would try to reach Tatoi on foot. He advised the king that if he himself was unable to get there in time, or was arrested on the way, the king should offer “passive resistance, in the hope that you may one day be able to get rid them”.

The leaders of the coup, G. Papadopoulos, Stylianos Pattakos and Nikolaos Makarezos, arrived at Tatoi a little after 6, and were received by a furious king who severely rebuked them and actually swore when they told him that they had “saved Greece” for his benefit. They listened to him attentively, but with an evident certainty – which did not escape the king – that they were the ones now in control of the situation. He asked them to come back to Tatoi with Spantidakis, the Head of the General Staff. The latter confessed to an angry Constantine that he had judged it advisable to cooperate with the leaders of the coup, in order to be able to control them better. After this the king drove himself from Tatoi in his own car, with one of his aides de camp beside him, and headed for the Ministry of Defense, where further disappointments were to await him.

In the period after the coup of 21st April, due to the peculiar circumstances and conditions of tight surveillance which the Junta had imposed on the royal family, they chose to keep all official ceremonies to a minimum. Of these the most significant was a ceremony of investiture for the new Archibishop Ieronymus, former chaplain to the king, on the 17 May. However the most important event at Tatoi during this time was the birth of Crown Prince Paul, on 20th May 1967.

The king detested both the dictatorship and its perjured leaders, and feared that a regime would be established that enjoyed the open support of the USA. Since all the generals who had previously supported him were gradually being removed from key positions in the army, it became imperative for the king to attempt its overthrow. The 13th December, “Omega” day, was chosen for a counter coup. The plan, thrown together without enough thought, anticipated the removal of the royal family to Thessaloniki. Most of the armed forces were concentrated in northern Greece, because it seemed likely that a war with Turkey would break out at any moment, due to the revival of the Cyprus problem. Although preparations were carried out with the utmost secrecy, and Constantine took myriad precautions before attending meetings, held in the farms near Tatoi, with the people involved, the plan was leaked to the Junta and the regime was able easily to suppress the royal counter coup, for which the king had risked and lost so much. Even so, when the small royal convoy passed through the gates of the estate towards Tatoi airport, on the morning of 13th December 1967 at about 10.15, (the delay was due to a long search for the archbishop, whom the king was hoping to take with him), both the king himself and all the members of his family believed that they would soon return.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

The events that were to follow made it clear that the royal family, who had fled to Rome, would not be coming back for the foreseeable future. The palace was sealed up and the protection of all royal property entrusted to a three member committee of officers. Political developments meant that Tatoi was essentially left in abeyance. Because its existence was of no importance to the regime and its future uncertain, it entered a period of inescapable decay. Constant attempts on the part of the king, who tried ensure the future of faithful former employees of the estate, and to save the animals – mainly horses that were growing old and likely to end up in the knackers yard – were most often to meet with failure.

After the 1st June 1973, when the Junta formally abolished the kingdom of Greece, the buildings at Tatoi were assigned to the ministry of Finance, and its land to the ministry of Agriculture. Act 225, passed on the 5th October 1973, ordered the compulsory expropriation of all the royal estates. The act included a detailed listing of all movable property, based on an exhaustive inventory that had been prepared over the previous summer.

The situation on the estate deteriorated after the referendum of 8th December 1974, whose outcome was negative, both for the reestablishment of the royal family and for Tatoi. The estate, now abandoned to looting and neglect, became a victim of the fanaticism of the time and the timorousness of a series of governments, who were incapable of following the civilized example of the first republican democracy of Greece in 1924-1925.

Under the new government of Konstantine Karamanlis in 1975, Tatoi was acknowledged to be the property of the royal family. It was returned to them, along with movable heirlooms from the other private and state palaces that had been collected at Tatoi.

There followed about a decade (1984-1993) of negotiations between the former king and the governments of Andreas Papandreou and Konstantine Mitsotakis for the settlement of outstanding financial matters. This resulted in an agreement by which the former royal family would retain its ownership of Tatoi, with full titles to 3.962,710 stremmata, having paid the requisite taxes, and the remainder of the estate would be ceded to the state under the following conditions. A. 401,5 stremmata would be transferred to a children’s charitable foundation, with the aim of building a children’s hospital, and B. the remaining land, an area of 37,426 stremmata, would be run by the Tatoi National Park, whose aims were to be the conservation, protection and development of the forest. Permission was granted by the Mitsotakis government to the former king, allowing him to remove his goods and chattels from Greece. However this aroused such opposition (the “containers affair”) that the government was forced to renege on its decision, even though the transport of goods had already begun. This meant that while a part – the most significant – of the royal possessions were kept in England, the rest would remain at Tatoi.

The last government of Andreas Papandreou, under Act 2215/1994, was to revoke this agreement in its entirety. Evangelos Venizelos, the then minister of Justice, reinstated the Junta’s law 225/1973, and this, along with the enforced removal of Greek nationality from the members of the former royal family, led Constantine to have recourse first to the Greek justice system and subsequently to the European Court. On 23rd November 2000 the European Court of Human Rights in Strasbourg found in favour of the former royal family on the one hand, and recognized their full rights to the ownership of Tatoi, Mon Repos and the estate of Polydendri. On the other hand it gave both sides a reasonable deadline for the agreed settlement of a compromise solution. If this was not possible, the suitors were ordered to proceed with an evaluation of all the moveable and immovable property, with a view to the payment of compensation, the value of which would be decided by the European Court of Human Rights. After the refusal of the Greek government to come to any understanding with former King Constantine, the European Court, on the 28th November 2002, finally decided on a compensation of 13.200.000 euros.

The Greek State took possession of Tatoi as its new owner on the 3rd March 2003.

During this time the estate, apart from being abandoned and looted, suffered two large forest fires due to arson. On the 16-18 July 1974, 13,500 stremmata of forest were reduced to ashes, followed by a further 4000 stremmata on 10-11 July 1977. To cap it all there was a devastating earthquake on 7th September 1999, with its epicenter very near Tatoi.

The only area to keep some continuity with the past, throughout this period of total collapse, was the cemetery on Palaiokastro. And this despite the looting of the church and mausoleum, and the damage inflicted by time and human hands on the various graves, and on the guardhouse. The burial of Queen Frederica on the 12 February 1981, in the presence of the royal families of Greece and Spain, representatives of royal houses, friends of the departed, old courtiers and many ordinary people, was the most memorable event at Tatoi during this period. On the 7th February 1993 Princess Aspasia of Greece (Manou), was also buried at Palaiokastro, together with Alexandra, the daughter of Aspasia and Alexander and last Queen of Yugoslavia. Lastly, on the 11th October 2007, the burial took place of Princess Aikaterini of Greece (Lady Brandram), the youngest sister of George II, Alexander and Paul.

The small mindedness that resulted in the abandonment of the Estate by the government, the fanaticism and malice that led to arson, looting and destruction, and finally the earthquakes and heavy winters, brought Tatoi, undefended as it was, to such an extreme state that members of the public were eventually forced to intervene. Indignant, determined and tenacious, they took upon themselves all the obligations that for a long time should have been the responsibility of the state. It took almost seven years, from 1998 to 2004, for the historian Kostas M. Stamatopoulos to chronicle the life of the estate for posterity. His two volume work, The Chronicles of Tatoi (1800-2003) was published by Kapon Editions in 2004, with a double aim, both to enable future governments to act on the basis of established research, and to bring the uniqueness of the Estate to the attention of a wider community of people. The author of the Chronicles, in his capacity as general secretary of the Elliniki Etaireia (the Hellenic Society for the Protection of the Environment and Cultural Heritage), enlisted the help of that dynamic organization in the efforts to save Tatoi. The first step was to put together a file with all the architectural designs, photographs and historical details of the buildings on the estate, apart from the palace. This work was carried out by Mr Iason Kavallinis, and was handed over to the Ministry of Culture in 2001, accompanied by a request that Tatoi should be a listed for preservation by the ministry of culture. The ‘listing’ of the estate covered the 15,000 stremmata where almost all of its buildings stand, and was obtained after two years’ delay in September 2003. The second step, undertaken by an interdisciplinary committee of the Elliniki Etaireia, was to work out a management proposal in general terms, for the revival and productivity of the Estate. The proposal was made public by K.M. Stamatopoulos, president of the committee, at a press conference in March 2005. In 2010 the society of The Friends of Tatoi came to the aid of the subsequent efforts of the Elliniki Etaireia, and under the highly energetic presidency of Mr Vassilis Koutsavlis, bravely drew the attention of the public to the question of Tatoi – at which point it began to be a popular issue supported by the press. In November 2011 a guide to the estate was circulated, also published by Kapon, entitled: Tatoi, Travels in time and place. It’s author was Kostas M. Stamatopoulos.

And although the public diligently did their duty, the Government continued not to do its own. A period of neglect was followed by one of indecision, confusion and negligence, during which a few restorations of dubious quality were carried out, as well as an inventory and the partial restoration of precious items by departments from the ministry of Culture. For nigh on ten years no one set foot among the piles of objects – which include the royal carriages – in the old cowshed, with the result that heirlooms stored there since 1977 have begun to rot and fall apart. A Presidential Decree of 2007 abolished the historic boundaries of the Estate, placing the greater part of its wooded area under an administrative body, the National Park of Parnitha, and dividing the Estate into zones, some of which were designated for uses incompatible with the buildings that stood within them. The inevitable result was that worthy efforts, for example by the architectural practice that won the competition for ORSA (a government planning department for Athens), have so far met with failure. The financial crisis has worsened the situation. The legally assigned Committee for the Management of Tatoi, in April 2012, instead of simplifying matters, complicated things further and only generated yet more dead ends for the beleaguered estate. The crowning admission of total failure came in the form of an announcement, at the end of 2012, that Tatoi was to be classified among the State properties either to be auctioned or leased as a State asset! One thing is certain: the future of the Estate is still undetermined, uncertain and constantly changing, and all the while the dilapidation of its buildings and the destruction of its entire infrastructure continues ever more rapidly.

 

For a full and detailed history of the former royal estate of Tatoi, you may consult the richly illustrated books by K.M. Stamatopoulos: The Chronicles of Tatoi, and Tatoi: Travels in time and place. Both are published by Kapon Editions.