Κτίρια & Εγκαταστάσεις

Το πρώην Βασιλικό Κτήμα Τατοΐου, διαιρείται σε τρείς αυτόνομες και αυτοτελείς ενότητες: Την Ανακτορική, την Διοικητική και το “Χωριό” ή αλλιώς την Γεωκτηνοτροφική/Οικιστική ενότητα. Ξεχωριστή ενότητα του Κτήματος αποτελεί το Βασιλικό Κοιμητήρι.

Ανακτορική Ενότητα

Βασιλική Έπαυλη-Παλάτι

Όπως μας δείχνει χάρτης του Κτήματος τους έτους 1878-79, φαίνεται καθαρά ότι η θέση στην οποία κτιζόταν η βασιλική κατοικία έχει ήδη επιλεγεί, καθότι έχει είδη αρχίσει η διαμόρφωση του κήπου μπροστά της. Ωστόσο, η διαδικασία ανέγερσης της κατοικίας δεν ξεκίνησε παρά μόνο το 1880, με την αποστολή του νεαρού αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη στην Αγία Πετρούπολη, με εντολή, εκ μέρους του Γεωργίου Α’ και της Όλγας, να αντιγράψει μια από τις επαύλεις του πάρκου και του ανακτόρου του Πέτερχοφ, στη νότια ακτή του Φιννικού κόλπου. Επρόκειτο για την έπαυλη Ferme (Αγροικία), στην οποία αρέσκονταν να κατοικεί ο τσάρος Αλέξανδρος Β’, αδερφός του πατέρα της βασίλισσας Όλγας.

Η «Αγροικία» ήταν έργο του Άνταμ Μανελάους ή Μένελας (1753-1831), οποίος βρέθηκε στη Ρωσία ως μέλος της συνοδείας του διάσημου σκωτσέζου αρχιτέκτονα Charles Cameron. Κτίσθηκε στα 1826-1829, σε αγγλικό νεογοτθικό ρυθμό, και μας είναι γνωστή, στην αρχική της μορφή, από απεικόνιση του έτους 1845. Επί αυτοκράτορα Αλεξάνδρου Β’ (1855-1881) η «Αγροικία» επεκτάθηκε με την προσθήκη ορόφου στο ισόγειο τμήμα της. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς και μόλις πρόσφατα ολοκληρώθηκε η αποκατάσταση της και η αυθεντική εξ νέου επίπλωση της. Λειτουργεί ως Μουσείο αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Β’.

Στο Τατόι, οι εργασίες ανέγερσης διήρκεσαν από την άνοιξη του 1884 έως τα τέλη του 1886. Ωστόσο, οι σημαντικές χωματουργικές εργασίες προς την πλευρά του κήπου, καθώς και η ολοκλήρωση της εσωτερικής διακόσμησης, καθυστέρησαν την εγκατάσταση της βασιλικής οικογενείας στην νέα έπαυλη. Τα εγκαίνια τελικά τελέσθηκαν με απλότητα την Πέμπτη 18 Μαΐου 1889.

Μπροστά στην νότια πλευρά, τοποθετήθηκε το χάλκινο άγαλμα έφιπποθ «Κοζάκου κυνηγού», έργο του γλύπτη Ιευγκένη Ιευγκένεβιτς Λανσεράι (1848-1886), το οποίο η βασίλισσα Όλγα είχε αγοράσει και μεταφέρει από τη Ρωσία.

Η έπαυλη χρησίμευε ως κύρια θερινή κατοικία της βασιλικής οικογένειας, η οποία κατοικούσε σε αυτήν από τον Μάιο έως το προχωρημένο φθινόπωρο. Μόνο το 1909-10 η βασιλική οικογένεια διαχείμασε στο Τατόι, λόγω των πολιτικών γεγονότων της εποχής, κυρίως όμως λόγω της πυρκαγιάς, που είχε καταστήσει τα Ανάκτορα Αθηνών-σημερινή Βουλή-ακατοίκητα.

Μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Α’ στη Θεσσαλονίκη το 1913, η βασίλισσα Όλγα διέμεινε για ένα διάστημα στην έπαυλη, η οποία σύμφωνα με τη διαθήκη του συζύγου της, της άνηκε. Λόγω της καταστροφής της δικής του έπαυλης στη μεγάλη πυρκαγιά της 30ης Ιουνίου 1916, μεταφέρθηκε σε αυτήν και ο βασιλεύς Κωνσταντίνος. Στις 12 Οκτωβρίου 1920 πέθανε εκεί από δάγκωμα πιθήκου, μετά από εβδομάδες φρικτής αγωνίας, ο βασιλεύς Αλέξανδρος.

Κατά την περίοδο της Α’ Αβασίλευτης Δημοκρατίας (1924-1935), το ανάκτορο χρησίμευε ως θερινή κατοικία του αρχηγού του Κράτους, και διέμεινε σε αυτήν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αλέξανδρος Ζαΐμης. Τμήμα του Ανακτόρου, επισκέψιμο στο κοινό, λειτούργησε ως μικρό μουσείο της Δυναστείας. Μετά την παλινόρθωση, τη διετία 1937-39, κατ’ επιθυμία του Γεωργίου Β’-που επιδίωκε να διαμένει στο Τατόι και το χειμώνα-η έπαυλη εκσυγχρονίστηκε εσωτερικά, απέκτησε λουτρά και κεντρική θέρμανση και υπέστη σοβαρές μετατροπές κυρίως εξωτερικά, οι οποίες όμως αλλοίωσαν κυρίως την προς τον κήπο όψη της.

Στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, το Ανάκτορο σφραγίστηκε από τον γερμανό κατακτητή. Υπάρχουν δε μαρτυρίες ότι όποιοι από τους Γερμανούς μπήκαν στον πειρασμό να προσπαθήσουν να μπουν στο εσωτερικό του Ανακτόρου, τιμωρήθηκαν σκληρά από τον διοικητή τους. Το Ανάκτορο λεηλατήθηκε, μαζί με το υπόλοιπο κτήμα, την περίοδο των Δεκεμβριανών. Μετά τον πόλεμο επισκευάσθηκε πρόχειρα, λόγω των πενιχρών οικονομικών της χώρας, και από τα τέλη του 1948 και μετά χρησιμοποιήθηκε πλέον ως μόνιμη πλέον κατοικία από την βασιλική οικογένεια. Λόγω αυτού, διαδραματίσθηκαν σε αυτή σημαντικά γεγονότα της εθνικής και πολιτικής ιστορίας μας, ενώ την επισκέφθηκαν ή φιλοξενήθηκαν εκεί αρχηγοί κρατών και διεθνούς φήμης προσωπικότητες. Ο βασιλεύς Παύλος πέθανε στο Τατόι στις 6 Μαρτίου 1964.

Ανάκτορο

Η πρόσοψη του Ανακτόρου

Το πρώτο Ανάκτορο, «Ανάκτορο Κωνσταντίνου».

Αρχιτέκτων του είναι ο γνωστός σε όλους Ερνέστος Τσίλερ, ο οποίος αναφέρει στις αναμνήσεις του ότι έκτισε στο Τατόι για τον βασιλέα Γεώργιο μια βίλλα «Ελληνοελβετικού» ρυθμού, χωρίς να εξηγεί τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Επρόκειτο για ένα διώροφο σπίτι πάνω σε ένα αρκετά υψηλό βάθρο, με έξη ανοίγματα στη μακρά του πλευρά και τρία στη στενή, αέτωμα κοσμημένο με ζωγραφικές παραστάσεις, καθώς και ανθέμια και ακροκέραμα στη δίρριχτη στέγη του.

Αποτελούσε την κατά πολύ απλουστευμένη εκδοχή μιας πρότασης «δευτερεύοντος» κτηρίου στο Τατόι, η οποία βρίσκεται κατατεθειμένη στο αρχείο Τσίλλερ στην Εθνική Πινακοθήκη. Στα ανατολικά της κεντρικής σκάλας που οδηγούσε στον εξώστη της κυρίας εισόδου, τοποθετήθηκε το μαρμάρινο άγαλμα του «Ψαρά» του γλύπτη Δημητρίου Φιλιππότη. Τα εγκαίνια της επαύλεως πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή 7 Απριλίου 1874. Παρόλο που το οίκημα προοριζόταν για «ξενώνας», χρησιμοποιήθηκε από τον Γεώργιο Α’ ως θερινή κατοικία του μέχρι το 1889, έτος που κατοικήθηκε το κυρίως «παλάτι».

Στη παλιά έπαυλη εγκαταστάθηκε τότε ο διάδοχος Κωνσταντίνος, ο οποίος την ίδια χρονιά παντρεύτηκε. Στο διάστημα αυτό, το κτήριο αναμορφώθηκε με την προσθήκη ενός χαμηλού τρίτου ορόφου, χάνοντας μέρος του νεοκλασικού εξωτερικού του διακόσμου, καθώς και τις αρμονικές αρχικές αναλογίες του. Λόγω του μικρού του μεγέθους, οι τελετές και τα επίσημα γεύματα εκτυλίσσονταν στην ευρύχωρη αυλή μπροστά του. Πλείστα σημαντικά πολιτικά γεγονότα έλαβαν χώρα σ’ αυτό. Εκεί επίσης γεννήθηκε ο Γεώργιος Β’ (1890). Ο Κωνσταντίνος εξακολούθησε να το κατοικεί έως την μεγάλη πυρκαγιά της 30ης Ιουνίου 1916, που το κατέστρεψε.

Έκτοτε το «ανάκτορο του Κωνσταντίνου» γίνεται το «καμένο σπίτι», τα ερείπια του οποίου κατεδαφίζονται το 1937. Ίχνη τους σώζονται ακόμη και σήμερα, μέσα στην πυκνή βλάστηση.

Το πρώτο Ανάκτορο

Το πρώτο Ανάκτορο ή “Ανάκτορο Κωνσταντίνου”, έργο Τσίλερ

Το παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία

Έλαβε το όνομα του από ένα ερειπωμένο εξωκκλήσι γειτονικού λόφου και ήταν το πρώτο κτίσμα που περατώθηκε (πρώτη αναφορά στις 21/5/1873) στο κτήμα μετά την αγορά του Τατοΐου από τον Γεώργιο Α’. Η κατασκευή του οφείλεται στο έντονο ανεπτυγμένο θρησκευτικό συναίσθημα και την ευλάβεια της βασίλισσας Όλγας. Είχε την μορφή μικρής μονόχωρης βασιλικής ιταλο-βυζαντινής αισθητικής, με ένα κομψό καμπαναριό, για μια μόνο καμπάνα, πάνω από την είσοδο. Συνδεόταν με την πλατεία του παλαιού ανακτόρου με στοά από υψηλούς πεσσούς και σιδερένια πέργκολα καλυμμένη από πλούσια φυλλώματα. Στον Προφήτη Ηλία ετελείτο η Θεία Λειτουργία, καθώς και δοξολογίες επ’ ευκαιρία εορτών, επετείων ή άλλων γεγονότων της ζωής των μελών της βασιλικής οικογενείας. Κάηκε κι αυτό, όπως και το Ανάκτορο Κωνσταντίνου, στη μεγάλη πυρκαγιά της 30ης Ιουνίου 1916. Οι φορητές εικόνες του ωστόσο διασώθηκαν από τον πρίγκιπα Χριστόφορο την ώρα της φωτιάς και μεταφέρθηκαν πολύ αργότερα από τον Βασιλέα Παύλο στο ναό της Αναστάσεως, στο βασιλικό κοιμητήριο.

Τα μαγειρεία

Το υπάρχον κτίσμα ολοκληρώθηκε το 1939, είναι δηλαδή σύγχρονο της μεγάλης σε έκταση ανάπλασης που έγινε προπολεμικά στο Ανάκτορο. Στο αρχείο του Κτήματος, αναφέρεται ως επιβλέπων αρχιμάστορας των εργασιών ο Δημήτριος Φούρναρης, αλλά δεν αποκαλύπτεται το όνομα του αρχιτέκτονα, που ίσως ήταν ο Περικλής Σακελλάριος. Τα μαγειρεία διαθέτουν πλήρες και χωριστό τμήμα μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής, δωμάτια για το προσωπικό και αποθηκευτικούς χώρους. Μέσω ενός υπογείου διαδρόμου, επικοινωνούν με το παλάτι το οποίο επίσης διέθετε πλήρη κουζίνα στο ημιυπόγειο. Περίπου ταυτόχρονα κατασκευάζεται δίπλα στα μαγειρεία αντιαεροπορικό καταφύγιο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τους εργαζόμενους στο κτήμα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, τοποθετούνται παραπλεύρως τα τεράστια boiler για τη θέρμανση της πισίνας που τότε κατασκευάστηκε.

Στην ίδια θέση προϋπήρξαν και τα παλιά μαγειρεία, έργο του Σάββα Μπούκη (περί το 1890), των οποίων σώζεται ένα αχρονολόγητο σχέδιο-στην ίδια σελίδα μαζί με το σχέδιο των μαγειρείων του Mon Repos-στο Αρχείο Αρχιτεκτονικής Τεκμηρίωσης του Μουσείου Μπενάκη. Το κτήριο ήταν διώροφο, με εμφανή λιθοδομή και διέθετε τμήμα μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής, καθώς και δωμάτια ύπνου στον όροφο. Είναι λογικό να υπήρχε ήδη η υπόγεια σήραγγα. Το έτος 1925-26, περιελήφθη στα κτήρια της Πρακτικής Γεωργικής Σχολής για ορφανά (Εθνικόν Αγροτικόν Ορφανοτροφείον Δεκελείας), με τις αίθουσες του ισογείου να χρησιμεύουν στη διδασκαλία και τα δωμάτια στον όροφο ως χώροι ύπνου του διδακτικού προσωπικού.

Τα μαγειρεία

Τα μαγειρεία

Το υπασπιστήριο

Το κτήριο αυτό ήταν το αντίγραφο μικρής βίλλας στο Bernstorff της Δανίας. Σχέδιο του Σάββα Μπούκη φιλοτεχνημένο «εν Τατοΐω τη 26η Νοεμβρίου 1890», αποκαλύπτει την αρχική γραφική όψη του κτηρίου που περατώθηκε στα 1892. Μολονότι αναφέρεται ως «σφαιριστήριο», επρόκειτο για κτήριο που εξαρχής στέγαζε δύο σαφώς ξεχωριστές λειτουργίες: το σφαιριστήριο, με είσοδο αποκλειστικώς από τη χαμηλή βεράντα στη νότια πλευρά, και το υπασπιστήριο, στο οποίο διέμεναν ο/οι υπασπιστές υπηρεσίας με είσοδο στην ανατολική πλευρά. Ενίοτε πραγματοποιούνταν στο σφαιριστήριο οι σχολικές εξετάσεις των βασιλοπαίδων. Το υπασπιστήριο στέγασε το πρώτο διάστημα το τηλεφωνικό κέντρο του Τατοΐου, που μεταφέρθηκε εκεί από το παλάτι, όπου ήταν αρχικά. Επί Α’ Αβασίλευτης Δημοκρατίας (1924-1935) το κτήριο νοικιαζόταν το καλοκαίρι σε παραθεριστές.

Στη περίοδο της Παλινόρθωσης υπέστη ριζική αναδιάταξη, με την ενοποίηση όλου του ισογείου, τη διαίρεση του παλιού σφαιριστηρίου σε δύο επικοινωνούντα μεταξύ τους δωμάτια, την εγκατάσταση κεντρικής θέρμανσης και την κατασκευή στον όροφο λουτρού.

Στην Κατοχή χρησιμοποιήθηκε από τις γερμανικές αρχές ως κατάλυμα αξιωματικών που επέστρεφαν από δύσκολες αποστολές και είχαν ανάγκη να αναπαυθούν και να αναρρώσουν.

Στην περίοδο της βασιλείας του Παύλου, διέμενε στο κτήριο εκτός από τον υπασπιστή υπηρεσίας, ο γυμναστής του διαδόχου, η οικονόμος της βασιλικής επαύλεως, ενώ ένα δωμάτιο που έμενε ελεύθερο, διετίθετο ενίοτε σε μέλη του προσωπικού-πιο κοντινά στους βασιλείς-που για κάποιο λόγο είχαν ανάγκη να ξεκουραστούν και να αναλάβουν δυνάμεις στον καθαρό αέρα του Τατοΐου.

Στο υπασπιστήριο πραγματοποιήθηκε στα τέλη Νοεμβρίου 1966, μεταξύ του Γεωργίου Παπανδρέου, του Παναγιώτη Κανελλόπουλου και του πρέσβη Δ. Μπιτσίου, διευθυντού του πολιτικού γραφείου του βασιλέως, η πρώτη από τις δύο μυστικές συναντήσεις, που κατέληξαν στη συμφωνία του Τατοΐου, στόχος της οποίας ήταν η διάνοιξη της πορείας της χώρας προς τις εκλογές. Επί Επταετίας, κτίσθηκαν στον όροφο στη νότια πλευρά, ακαλαίσθητες προσθήκες που απομακρύνθηκαν κατά την πρόσφατη αποκατάσταση του κτηρίου από το υπουργείο Πολιτισμού.

Το Υπασπιστήριο

Το Υπασπιστήριο

Κτήριο προσωπικού

Η ανέγερση του κτηρίου του προσωπικού πρέπει να συνδεθεί με την ανάληψη της βασιλείας από τον Κωνσταντίνο Α’, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο νέος βασιλεύς εξακολουθεί να κατοικεί στο παλαιό μικρό ανάκτορο, καθώς η κυρίως βασιλική έπαυλη είχε δοθεί, βάσει της διαθήκης του Γεωργίου του Α’, στην μητέρα του, Όλγα. Περατώθηκε την άνοιξη του 1914. Πιθανός αρχιτέκτων ο Αναστάσιος Μεταξάς. Πρόκειται για ένα μακρόστενο διώροφο λιτότατο κτήριο, με δώδεκα ανά όροφο δωμάτια και ένα ευρύτερο στο κέντρο του κάθε ορόφου, που χρησίμευε ως εντευκτήριο.

Στην περίοδο της Α΄ Αβασίλευτης Δημοκρατίας, στέγασε το Εθνικό Αγροτικό Ορφανοτροφείο Δεκέλειας. Εκσυγχρονίσθηκε περί τα 1950, με την εγκατάσταση κεντρικής θέρμανσης και την κατασκευή λουτρών σε κάθε όροφο.

Το κτίριο του προσωπικού

Κτήριο προσωπικού

Κατοικία του φροντιστή

Είναι η κατοικία του επικεφαλής το ανδρικού προσωπικού των ανακτόρων. Το σημερινό κτήριο χρονολογείται την προπολεμική περίοδο, καθώς δεν διαφέρει αισθητικά από τα φυλάκια της φρουράς που τότε κτίζονται σε διάφορα σημεία του κτήματος. Στην ίδια θέση υπήρχε παλαιότερα ένας μικρός στρατώνας για τη φρουρά των δύο ανακτόρων, ενώ η προφορική τοπική παράδοση συνδέει το κτίσμα με το νοσοκομείο της βασίλισσας Όλγας, στο οποίο εξετάζονταν από τον αυλικό ιατρό-με τη βασίλισσα να εκτελεί χρέη νοσοκόμας-οι χωρικοί της περιοχής, ασθενείς ή τραυματίες.

Κατοικία του φροντιστή

Κατοικία του φροντιστή

Το κτήριο των τηλεπικοινωνιών

Ήταν αρχικώς το λημέρι του Χόλτσμαν, του αγαθού πρώτου τηλεγραφητή του Τατοΐου, ρητά του οποίου, γραμμένα σε γοτθική γραφή, διακρίνονται ακόμη στον τοίχο ορισμένων δωματίων. Η πυρκαγιά του 1916 «τσουρούφλισε», πλην όμως δεν κατέστρεψε το κτήριο, στο οποίο αργότερα μεταφέρθηκε και το τηλεφωνικό κέντρο των ανακτόρων, από το υπασπιστήριο όπου στεγαζόταν προηγουμένως.

Στην περίοδο της βασιλείας του Παύλου Α’ και του Κωνσταντίνου Β’, εργάζονταν στις τηλεπικοινωνίες του Τατοΐου πέντε τηλεφωνητές-τρεις άνδρες και δύο γυναίκες-κι ένας προϊστάμενος, όλοι υπάλληλοι του ΟΤΕ. Βοηθός τους και νυχτοφύλακας ήταν ένας χωροφύλακας που ανελάμβανε να ξυπνά τον τηλεφωνητή για να κάνει την σύνδεση, στις σπάνιες νυχτερινές κλήσεις. Η βάρδια ήταν 24ωρη.

Το κτήριο των Τηλεπικοινωνιών

Το κτήριο των Τηλεπικοινωνιών

Η «Οικία Στουρμ»

Εναπόκειται στην έρευνα να αποδείξει κατά πόσο η σημερινή μορφή του κτηρίου είναι η αρχική ή αν προστέθηκε σ’ αυτό ο δεύτερος όροφος, ταυτόχρονα με την προσθήκη του τρίτου ορόφου στο πρώτο ανάκτορο το 1888-89, με το οποίο παρουσιάζει ομοιότητες. Είναι κτίσμα του 1874 και επομένως είναι το παλαιότερο σωζόμενο κτήριο του Κτήματος. Υπήρξε εξαρχής παρακολούθημα της πρώτης βασιλικής κατοικίας, χρησιμεύοντας ίσως και ως υπασπιστήριο. Αργότερα εμφανίζεται στα τοπογραφικά ως «κατοικία οινοποιού», που την περίοδο εκείνη ήταν το γάλλος Cornillon ( ο κ. «Κορνήλιος» των ανθρώπων του κτήματος). Οφείλει την ονομασία του στον Στουρμ, τον βερολινέζο αγρονόμο-οινοποιό, που την κατοίκησε επί μακρόν, μαζί με τη γυναίκα του, και του οποίου το όνομα είναι συνδεδεμένο με το τραγικό περιστατικό που στη ζωή στον 27χρονο βασιλιά Αλέξανδρο. Στον Στουρμ ανήκε ο πίθηκος που τραυμάτισε τον νεαρό ηγεμόνα και στην ομώνυμη οικία παρασχέθηκαν στον Αλέξανδρο οι πρώτες βοήθειες. Ο Στουρμ πέθανε αργότερα από κατάθλιψη.

Στην περίοδο της Α’ Αβασίλευτης Δημοκρατίας το σπίτι νοικιαζόταν σε παραθεριστές, στη δε Κατοχή χρησίμευε ως αναπαυτήριο γερμανών αξιωματικών που επέστρεφαν από το μέτωπο.

Κατά την περίοδο της βασιλείας του Παύλου, παραχωρήθηκε στην οικογένεια ενός απόστρατου χωροφύλακα, η οποία έκαμε στο κτήμα διάφορες μικροδουλειές.

H "Οικία Στούρμ"

H “Οικία Στούρμ”

Τα γκαράζ

Τα γκαράζ καθώς και δύο μονόχωροι οικίσκοι (πιθανώς καταλύματα των οδηγών υπηρεσίας) κτίσθηκαν μέσα στη διετία 1937-39, στη θέση των παλαιών ανακτορικών σταύλων που κάηκαν στην πυρκαγιά του 1916. Από παλιούς χάρτες, αλλά και από φωτογραφίες τραβηγμένες από μακριά στις αρχές του 20ου Αιώνα, συμπεραίνουμε ότι το συγκρότημα αυτό αποτελείτο από ένα μεγάλο στενόμακρο κτήριο (ο κύριος σταύλος αλόγων), ένα διώροφο σπίτι δυτικά του, κάθετο προς αυτόν κι ένα δεύτερο μικρότερο οίκημα, σχεδόν απέναντι από την οικία Στρουμ, επίσης με οξυκόρυφη δίρριχτη στέγη. Ανάμεσα στο συγκρότημα των σταύλων και την λοιπή αυλική ενότητα του κτήματος, διέρχονταν η πρώτη-μετά το 1890-παράκαμψη της δημόσιας οδού Αθηνών-Χαλκίδας.

Μετά την κατάργηση της βασιλείας κτίσθηκε, στην ανατολική πλευρά της αυλής, παράλληλα προς τα γκαράζ, μια πρόχειρη αποθήκη για την φύλαξη μικρών ταχυπλόων σκαφών που ανήκαν στη βασιλική οικογένεια.

Τα Γκαράζ

Τα Γκαράζ

Οι στρατώνες

Πρωτοκτίσθηκαν στα χρόνια του βασιλέως Κωνσταντίνου Α’ (περίπου το 1913-15) και συντηρήθηκαν σε έκταση στην Παλινόρθωση. Το γεγονός όμως ότι έγγραφο των αρχών της δεκαετίας του 1950, αναφέρει τους στρατώνες ως νεόδμητους, φανερώνει ότι δεινοπάθησαν κατά την πολεμική περίοδο και ότι επισκευάστηκαν εκ βάθρων ή και επεκτάθηκαν λόγω της μόνιμης εγκατάστασης της βασιλικής οικογένειας στο Τατόι. Είχαν θαλάμους στρατωνισμού τόσο για τους Ευζώνους της Ανακτορικής φρουράς όσο και για τους χωροφύλακες και τους άλλους οπλίτες της φρουράς του Τατοΐου. Από το 1983 κι μετά, χρησιμοποιεί το κτήριο ο σύλλογος «Οι φίλοι του δάσους».

Οι στρατώνες

Οι στρατώνες

Ο πύργος στο «Ρολόι»

Πρόκειται για τον παλιό ανεμόμυλο του κτήματος στα χρόνια του Σκαρλάτου Σούτσου (1842-1872), στον οποίο ο Γεώργιος Α’ πρόσθεσε-πριν το 1877-έναν επί πλέον όροφο, και στεφανώνοντας τον με επάλξεις, του έδωσε όψη μεσαιωνική. Στο ισόγειο εγκαταστάθηκε ένα μικρό αρχαιολογικό μουσείο με τα ευρήματα της αρχαίας Δεκέλειας, ενώ στον δεύτερο και τρίτο όροφο ένα φυσιολατρικό μουσείο για τα θηλαστικά, πτηνά και τα ερπετά της Πάρνηθας. Το μουσείο ήταν επισκέψιμο, κατόπιν αδείας, στους εκδρομείς, στους φοιτητές και τα παιδιά των σχολείων. Στην κορυφή του πύργου τοποθετήθηκε ένα ρολόι-που έδωσε και το όνομα του στο λόφο-καθώς και ο κοντός στον οποίον κυμάτιζε η βασιλική σημαία κάθε φορά που ο βασιλεύς ήταν παρών στο Τατόι.

Ο πύργος καταστράφηκε πλήρως στη μεγάλη πυρκαγιά του 1916, οι δε πέτρες του χρησιμοποιήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1920 στην ανέγερση της «μάνδρας».

Στα 1958-59, οι πριγκίπισσες Σοφία και Ειρήνη, υπό την καθοδήγηση της αρχαιολόγου Θεοφανούς Αρβανιτοπούλου, διενεργώντας ανασκαφές, απεκάλυψαν την κυκλική βάση του πύργου, στην οποία συγκέντρωσαν τα διάσπαρτα αρχαία ευρήματα και διαμόρφωσαν ένα πρόχειρο υπαίθριο αρχαιολογικό εκθετήριο.

Το «σχολείο των βασιλοπαίδων» 

Ρομαντικό διώροφο σπίτι της περιόδου 1873-1878 (σημειώνεται στον χάρτη του Μύντερ, πρώτου διευθυντού του κτήματος, του έτους 1878-79), στο λόφο του Ρολογιού, κτίσμα βοηθητικό των ανακτόρων. Χρησίμευσε ως κατάλυμα των καθηγητών των βασιλοπαίδων, ως κατοικία του Όθωνα Λύδερς, «διευθυντή της αγωγής» των παιδιών του Γεωργίου Α’ (εξ ου και η προσωνυμία «οικία Λύδερς»), ως κατοικία του μαιευτήρα των πριγκιπισσών, κυρίως όμως ως ξενώνας του παλατιού, που διετίθετο σε άτομα τα οποία το βασιλικό ζεύγος προσκαλούσε να διαμείνουν στο Τατόι. Κάηκε στην πυρκαγιά το 1916. Τα ερείπια του κατεδαφίστηκαν το 1939. Ορισμένα μαρμάρινα μέλη του μεταφέρθηκαν για να στολίσουν την πύλη της Βαρυμπόμπης, κυρίας πύλης του κτήματος.

Το φυλάκιο της εσωτερικής πύλης

Η ανέγερση του νέου ανακτόρου και η οριστική οριοθέτηση του βασιλικού κήπου επέφεραν, στα 1889-90, τον διαχωρισμό της αυλικής ενότητας από το υπόλοιπο κτήμα. Η δημόσια οδός της Χαλκίδος εξετράπη προς δυσμάς και στο σημείο της συνάντησης της με την οδό που, κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του κήπου οδηγεί στα Ανάκτορα, κατασκευάστηκε εσωτερική πύλη με σκοπιά και γυλάκιο της ανακτορικής φρουράς. Το ύφος του φυλακίου είναι επερβόρειο και θυμίζει αντίστοιχα κτήρια στη Δανία. Στο εσωτερικό υπάρχει τζάκι, πλάι δε στην είσοδο, στο πρόστυλο, μεταλλική οπλοθήκη για τους άνδρες της Φρουράς.

Το φυλάκιο της εσωτερικής πύλης

Το φυλάκιο της εσωτερικής πύλης

Η οικία του Αρχικηπουρού

Διώροφο γραφικό κτίσμα της δεκαετίας του 1880, προοριζόταν για κατοικία του αρχικηπουρού, θέση που επί πολλά έτη κατείχε ο Θεολόγος Διαμαντίδης. Επί Α’ Αβασίλευτης Δημοκρατίας παραθέριζε σε αυτό ο λογιστής του κτήματος ονόματι Οικονόμου, που τον χειμώνα κατοικούσε λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο δυτικά. Εξ ου και στις πηγές αναφέρεται συχνά ως «οικία Οικονόμου». Έκτοτε δεν είχε συγκεκριμένη χρήση, όπως επίσης δεν είχε και το διπλανό του μικρότερο κτίριο, που στο τοπογραφικό του 1896 αναφέρεται ως σταύλος και στο οποίο, την ίδια περίοδο με τον Οικονόμου, παραθέριζαν επίσης στελέχη της διοίκησης του κτήματος. Για ένα βραχύ διάστημα, προ του 1935, διετέλεσε σχολείο των παιδιών του κτήματος. Η οικία του κηπουρού που σωζόταν άρτια σχεδόν, έως το 2000, κατέρρευσε στη συνέχεια. Οι τοίχοι στο κλιμακοστάσιο είχαν ένα έντονο κοραλί χρώμα, ενώ τα δωμάτια στον όροφο ήταν βαμμένα με χρώμα λουλακί. Πιθανός εμπνευστής του σχεδίου της, μαζί με τον βασιλέα Γεώργιο Α’, ο Σάββας Μπούκης.

Οικία Αρχικηπουρού

Οικία Αρχικηπουρού

Θερμοκήπιο της βασίλισσας Φρειδερίκης

Απλούστατο θερμαινόμενο θερμοκήπιο για λαχανικά, στο βόρειο άκρο του οπωρώνα των ανακτόρων. Κτίσθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 για να προμηθεύει λαχανικά τα ανάκτορα. Η βασίλισσα ήταν χορτοφάγος.

Διοικητική ενότητα

Διευθυντήριο

Κτισμένο το 1939, το διευθυντήριο ήταν το πιο ταιριαστό στο γούστο του Γεωργίου Β’ κτήριο του κτήματος. Έχει την μορφή μικρού αγγλοσαξωνικού cottage, ρυθμός που ήταν της μόδας κατά την εποχή του Μεσοπολέμου για τις εξοχικές κατοικίες.  Αποτελείται από δύο πτέρυγες, ενωμένες με έναν φωτεινό διάδρομο καθώς και βοηθητικούς χώρους, ανάμεσα σε δύο αυλές.

Στη δυτική πτέρυγα-αυτή με το χαγιάτι-ήταν ο χώρος εργασίας του διευθυντή και του δασονόμου, καθώς και το αρχείο και το λογιστήριο του κτήματος. Η ανατολική πτέρυγα ήταν η κατοικία του διευθυντή. Αρχιτέκτονας του διευθυντηρίου είναι ο Περικλής Σακελλάριος. Το σπίτι κατοικείτο ως το σεισμό του 1999 και τα γραφεία χρησιμοποιούντο ως το 2003, όταν το κτήμα πέρασε στο Ελληνικό δημόσιο.

Στην ίδια θέση υπήρχε το παλιό διευθυντήριο, ένα διώροφο ρομαντικό κτίσμα με belvedere, κτισμένο πριν από το 1878-79, καθώς σημειώνεται σε χάρτη εκείνου του έτους.

Οι μεταλλικές φυτοδόχοι με το έμβλημα του Γεωργίου Α’ στην αυλή, κοσμούσαν ως το 1937-39 την είσοδο της διπλανής σκάλας που οδηγεί στο μεσαίο επίπεδο του κήπου, μπροστά Ανάκτορο. Η τελευταία, προς ανατολάς, φέρει σημάδια σφαιρών από την περίοδο της ΕΑΜοκρατίας.

Όσο για τις μαρμάρινες φυτοδόχους-που επίσης φέρουν ανάγλυφο το έμβλημα του Γεωργίου Α’-προέρχονται από το καμένο πρώτο ανάκτορο, όπου εκεί κοσμούσαν τις μεγάλες αναβαθμίδες, στις δύο πλευρές τόσο της υψηλής κλίμακας που οδηγούσε στην κεντρική είσοδο, όσο και της άλλης εξωτερικής σκάλας στην πίσω πλευρά του σπιτιού.

Διευθυντήριο

Διευθυντήριο

Δασονομείο

Κτισμένο κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας του Κωνσταντίνου Α’, πριν από την πυρκαγιά του 1916, η οποία δεν το επηρέασε, το μικρό αυτό σπίτι προοριζόταν ως κατοικία και ως γραφείο του υπεύθυνου για την συντήρηση του δάσους που την εποχή εκείνη ήταν κάποιος ονόματι Μαυρομμάτης. Εκεί εργαζόταν επίσης και ο αγρονόμος Στουρμ, τον οποίον, προτού αναζητήσει στο σπίτι του, είχε πάει να επισκεφτεί εκεί ο βασιλιάς Αλέξανδρος, την μοιραία ημέρα του επεισοδίου του τραυματισμού του, που του κόστισε τελικά τη ζωή.

Αργότερα το δασονομείο αποτέλεσε κατοικία της οικογένειας του δασονόμου και υποδιευθυντή του κτήματος, Κωνσταντίνου Διαμαντόπουλου. Επισκευάστηκε το 1939. Ανατολικά του δασονομείου-προς τον ελαιώνα-πραγματοποιούνταν οι υπαίθριες συγκεντρώσεις του κτήματος από τον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, το προχωρημένο καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1944. Στο διάστημα 1954-1958 και μετά από νέες επισκευές, χρησίμευε ως κατοικία του δανού Κρίστενσεν, υπεύθυνου της μονάδας παστεριώσεως γάλακτος.

Δασονομείο

Δασονομείο

Κτήριο των αξιωματικών της φρουράς

Κτίσθηκε στα 1890, ως κατάλυμα των αξιωματικών της Ανακτορικής φρουράς. Στα χρόνια της Α’ Αβασίλευτης Δημοκρατίας (1924-1935) χρησίμευσε ως κατοικία υπαλλήλων του κτήματος, αλλά και καθηγητών της Γεωργικής Σχολής, η οποία στεγαζόταν στο κτήριο του προσωπικού και στα πρώην μαγειρεία του Ανακτόρου. Στη διάρκεια της ανέγερσης του διευθυντηρίου, το 1939, μεταφέρθηκε στο κτήριο των αξιωματικών για λίγο ο διευθυντής του κτήματος. Επί βασιλείας Παύλου Α’, επέστρεψε στην αρχική του χρήση.

Κτήριο αξιωματικών φρουράς

Κτήριο αξιωματικών φρουράς

Σταθμός χωροφυλακής

Κτίσθηκε στα χρόνια της Α’ Αβασίλευτης Δημοκρατίας, πριν το 1933, εξ αρχής ως σταθμός της Χωροφυλακής Τατοΐου, στη θέση δύο εργατικών κατοικιών που κατεδαφίσθηκαν. Στο σύντομο διάστημα της ΕΑΜοκρατίας, που κράτησε από τον Δεκέμβριο του 1944 ως τις αρχές Ιανουαρίου 1945, χρησίμευσε ως έδρα του τοπικού ΕΑΜ Τατοΐου, ως ουσιαστικό διοικητήριο-διευθυντήριο του κτήματος και ως χώρος των πολιτικών συγκεντρώσεων διαφώτισης, στις οποίες η προσέλευση του συνόλου των κατοίκων ήταν υποχρεωτική. Υπεύθυνος του ΕΑΜ Τατοΐου ήταν ο Νίκος Σκυριώτης, εργάτης του κτήματος, Χιώτης την καταγωγή, επιφορτισμένος με την φροντίδα του πτηνοτροφείου, ο οποίος τις λίγες εβδομάδες της παντοδυναμίας τους, είχε πλήρως υποσκελίσει τον διευθυντή του κτήματος.

Σταθμός χωροφυλακής

Σταθμός χωροφυλακής

“Το χωριό”

Τα εργατόσπιτα

Οι ένοικοι τους περί το 1930-45

Επρόκειτο για ένα σύνολο αρχικά τεσσάρων κτηρίων κατοικιών μελών του προσωπικού του κτήματος, από τις οποίες οι δύο παρουσιάζονται με τη μορφή ενιαίας, με οξυκόρυφη στέγη, πτέρυγας, χωρισμένης σε διαμερίσματα, οι άλλες δύο δε με την μορφή απλούστερων οικίσκων, χωρισμένων έκαστος σε δύο διαμερίσματα. Οι δύο πρώτες είναι οι παλαιότερες και έχουν βόρεια μορφή, ενώ οι δύο τελευταίες θα μπορούσαν να ανήκουν σε οποιοδήποτε χωριό της Αττικής. Παλαιότερη όλων είναι η πιο ανατολική πτέρυγα, κτισμένη πριν το 1878. Έπεται η δυτική, περί το 1880 που επεκτάθηκε ως το χάνι του Λύγδα. Ακολουθούν άλλες δύο ενότητες κατοικιών, που κτίσθηκαν ταυτόχρονα, κάπου μέσα στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20 αιώνα, ίσως μετά την πυρκαγιά του 1916. Η πιο δυτική από αυτές, κατεδαφίστηκε στα χρόνια της Α’ Αβασίλευτης Δημοκρατίας για να κτισθεί στη θέση της ο σταθμός της χωροφυλακής. Οι ένοικοι της μεταφέρθηκαν στις κατοικίες της νεόδμητης «μάνδρας».

Στο ανατολικότερο διαμέρισμα της ανατολικής πτέρυγας, κατοικούσε η οικογένεια του Κωνσταντίνου Βάθη, γεωργού και σταυλίτη, στο μεσαίο διαμέρισμα η οικογένεια του σιδερά και οδηγού Κωνσταντίνου Μαγγανά, ενώ το ακραίο δυτικά χρησίμευε-για τουλάχιστον μια δεκαπενταετία κι αφού αυτό έφυγε από το σπίτι του κηπουρού-ως μονοτάξιο σχολείο του οικισμού και ως κατοικία της δασκάλας. Στη σοφίτα ήσαν οι αποθηκευτικοί χώροι.

Στη δυτική πτέρυγα ήταν το παλιό, προ του 1939 λογιστήριο, ο τόπος που γίνονταν οι πληρωμές, εν συνεχεία το διαμέρισμα της οικογένειας του επιστάτη και ταχυδρόμου Παναγιώτη Κοροβέση, μετά από αυτήν η κατοικία της οικογένειας του επί 20ετία λογιστή Βασίλη Παπαδημητρίου και τελευταίος ένας αποθηκευτικός χώρος που επικοινωνούσε με τη σοφίτα, στην οποία ενίοτε αποθηκεύονταν ο σανός για τα ζώα.

Στον εναπομείναντα οικίσκο, μετά την ανέγερση του σταθμού Χωροφυλακής, κατοικούσε στο μεν δυτικό διαμέρισμα ο αμαξοποιός Αντώνης Τσάκας, μετά δε από αυτόν ο πτηνοτρόφος Νίκος Σκυριώτης, στο δε δυτικό ο ξυλουργός Ιωάννης Θεοφιλόπουλος. Το ξυλουργείο του Θεοφιλόπουλου ήταν για ένα διάστημα στο ικρό πέτρινο κτίσμα όπου αργότερα στεγάσθηκε το τρακτέρ. Ακόμη παλαιότερα, το ξυλουργείο ήταν στο ισόγειο κτίσμα με οξύκορφη δίρριχτη στέγη απέναντι από το ξενοδοχείο.

Εργατοκατοικίες

Εργατοκατοικίες

Το Χάνι του Λύγδα – Το «Ανακτορικόν Δάσος»

Το πανδοχείο του Τατοΐου ήταν από το 1880 περίπου ως το 1936, ο απαραίτητος σταθμός για όσους, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, πορεύονταν στη δημοσιά της Χαλκίδας. Κτίσθηκε κάθετα στη δυτική πτέρυγα των εργατόσπιτων προς την πλευρά του δρόμου, σε έναν ρυθμό παρεμφερή, με οξύκορφη δίρριχτη στέγη, και διέθετε στο μεν ισόγειο έναν χώρο για το καπηλειό, μια κουζίνα και μια αποθήκη, στη δε σοφίτα δύο δωμάτια, το ένα προς ενοικίαση, τα άλλο ως χώρο ύπνου του κάπηλα-πανδοχέα Λύγδα. Η δημιουργία του ξενοδοχείου, δέκα χρόνια αργότερα, δεν το επηρέασε, διότι η πελατεία τους ήταν διαφορετική. Μετά το 1930, κι ενώ εξακολουθούσε να κάνει μπροστά του στάση το λεωφορείο της Χαλκίδας, μετονομάστηκε σε «Ανακτορικόν δάσος», με υπεύθυνο τον Γιάννη Κορωναίο. Την εποχή εκείνη λειτουργούσε και ως ψυλικατζίδικο και παντοπωλείο του οικισμού. Τότε επεκτάθηκε κατά έναν βοηθητικό χώρο στο ισόγειο. Τον Κορωναίο διαδέχθηκε το 1935, ο Αντώνης Σωτηρόπουλος, που θα παραμείνει στο Τατόι ως το τέλος της Κατοχής, εξακολουθώντας να σερβίρει γεύματα και κρασί στους εργαζόμενους του κτήματος.

Σήμερα, το χάνι του Λύγδα-«Ανακτορικόν δάσος» του Κορωναίου και του Σωτηρόπουλου έχει πλήρως καταρρεύσει, εκτός από ένα ελάχιστο τμήμα του.

Το ξενοδοχείο «Τατόϊον»

Άρχισε τη λειτουργία του στα 1890-92, με υπεύθυνο τον Ιωάννη Χαραλαμπόπουλο, συνέταιρο στα πρώτα χρόνια του Φίλιππου Ρογκόπουλου κι αργότερα αποκλειστικού διαχειριστή. Ονομάστηκε «Το Τατόιον». Από αρχιτεκτονικής πλευράς, είναι ένα από τα πιο κομψά κτήρια του βασιλικού κτήματος, πιθανότατα έργο του Σάββα Μπούκη, τη συμβολή του Γεωργίου Α’. Έχει τρεις χώρους στο ισόγειο, μια αίθουσα και δύο άλλα δωμάτια, κι έξι υπνοδωμάτια για τους πελάτες του, εκ των οποίων το μεγαλύτερο είναι στη σοφίτα. Το καλοκαίρι έβγαζε λίγα τραπέζια προς την πλευρά του ελαιώνα και της θέας. Στην πλατεία μπροστά του, αραδιάστηκαν τα αποτεφρωμένα σώματα των θυμάτων της φωτιάς του 1916 και έγινε από τους οικείους τους η αναγνώριση. Στα χρόνια της Αβασίλευτης γνώρισε δόξες με πελατεία βασιλόφρονα και λειτούργησε ως παράρτημα του ξενοδοχείου «Σεσίλ», της Κηφισιάς. Όπως και παλαιότερα, διαφημίζονταν σε όλους τους τουριστικούς οδηγούς των Αθηνών και περιχώρων. Επίσης αποτέλεσε προσφιλή χώρο για γυρίσματα σκηνών ρομαντικών κινηματογραφικών ταινιών της εποχής.

Έκλεισε οριστικά το 1936. Έκτοτε διατέθηκε για διάφορες χρήσεις. Στο υπόγειο του μεταφέρθηκε στη διάρκεια των εργασιών του εκσυγχρονισμού του Ανακτόρου-1937-39-η βασιλική κάβα, ενώ στο ισόγειο εγκαταστάθηκαν προσωρινά αξιωματικοί της Φρουράς κι αργότερα, στη διάρκεια της ανέγερσης του νέου διευθυντηρίου, εγκαταστάθηκε στον όροφο ο διευθυντής του κτήματος, μετά δε από αυτόν η δασκάλα του σχολείου. Επί βασιλείας Παύλου, λειτούργησε στο ισόγειο για ένα διάστημα μια προσωρινή λέσχη για τους αξιωματικούς της Φρουράς, ενώ το λοιπό κτήριο έμεινε αχρησιμοποίητο ή διετίθετο ευκαιριακά. Επί Παύλου επίσης κτίσθηκε στα ΝΑ του ξενοδοχείου, με γούστο, το υπόστεγο της αντλίας βενζίνης των οχημάτων της Ανακτορικής Φρουράς.

Ξενοδοχείο "Τατόϊον"

Ξενοδοχείο “Τατόϊον”

 Το παλιό βουστάσιο

Πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα κτίσματα του κτήματος και είναι περίπου σύγχρονο του Ανακτόρου, περί τα μέσα της δεκαετίας του 1870. Φωτογραφίες αποκαλύπτουν πως η στέγη του ήταν αρχικά συνεπέστερη προς τον «ελληνοελβετικό» ρυθμό, προσφιλή στον Τσίλλερ. Είναι χωρητικότητας 48 ζώων και παρέμεινε σε λειτουργία ως την ανέγερση του νέου βουστασίου το 1952. Στην έκθεση της επιτροπής οικονομικού απολογισμού των βασιλικών κτημάτων που όρισε το Μ. Βασιλικό Αυλαρχείο το 1956, αναφέρεται ως «μη χρησιμοποιούμενον». Στα χρόνια της Χούντας η στέγη του κατέρρευσε και αντικαταστάθηκε πρόχειρα με την σημερινή πλάκα από μπετόν. Μεταπολιτευτικά στεγάσθηκε σε αυτό μέρος της οικοσκευής της βασιλικής οικογένειας που μεταφέρθηκε από τα ανάκτορα που ανήκαν στο δημόσιο-Αθηνών, Ψυχικού, Κέρκυρας και Ροδοσάφνης) καθώς και οι βασιλικές άμαξες μεταξύ ρων οποίων και η επίσημη κλειστή καρότσα.

Το παλιό βουστάσιο

Το παλιό βουστάσιο

Το ιπποστάσιο

Δίδυμο κτήριο του γειτονικού βουστάσιου, με το οποίο είναι απολύτως σύγχρονο, γύρω στο 1875. Στην μεταγενέστερη περίοδο και λίγο πριν το 1930, η αρχική στέγη αντικαταστάθηκε από νέα, ψηλότερη, που επέτρεπε την διαμόρφωση ευρείας σοφίτας με αποθηκευτικούς χώρους και δωμάτια των σταυλιτών, ενώ χρησίμευε και για την μεσημεριανή ανάπαυση του ιππάρχου. Σήμερα το ιπποστάσιο είναι ένα από τα τρία κτήρια του κτήματος που έχουν αποκατασταθεί, ωστόσο με αρκετές «ατέλειες». Μπροστά του προς την πλευρά του δρόμου που οδηγεί στο βασιλικό κοιμητήριο, διαμορφώθηκε επί βασιλείας Παύλου, μια περίφρακτη αυλή με κάγκελα και πύλη από fer forge, από την καμάρα της οποίας κρεμόταν ένα φανάρι από το ίδιο υλικό. Ήταν ο χώρος που τα άλογα κυκλοφορούσαν ελεύθερα, καθώς κι ένα είδος manege, όπου οι πρίγκιπες έπαιρναν τα πρώτα μαθήματα ιππασίας. Μια δευτερεύουσα πύλη, επίσης με μεταλλικό φανάρι, βρίσκεται στη γωνία που σχηματίζει το παλιό βουστάσιο με την κεντρική οδό που διασχίζει το κτήμα. Στο σημείο αυτό υπάρχει και το μικροσκοπικό πολυγωνικό σπιτάκι των κουνελιών, κτισμένο για την πριγκίπισσα Αλεξία, το 1967.

Στη νότια πλευρά του ιπποστασίου και κρυμμένος από πυκνή βλάστηση, υπάρχει ένα μεταλλικό κωδωνοστάσιο, ο σκελετός του οποίου είναι καλυμμένος από πυκνό κισσό. Η καμπάνα έχει χαραγμένη πάνω της τη λέξη «Τατόι» και την χρονολογία «1895». Οι χτύποι της ρύθμιζαν ως και μετά τον πόλεμο, τη ζωή των ανθρώπων στο κτήμα. Κοντά της υπάρχουν δύο ειδικές θέσεις περιποίησης των αλόγων. Σε μικρή απόσταση από το κτήριο, ο διευθυντής του κτήματος, δανός Λουδοβίκος Μύντερ, αποκάλυψε το 1883, στη διάρκεια πρόχειρων ανασκαφών, την περίφημη μαρμάρινη στήλη με το φατρικό ψήφισμα του έτους 396-5 π.χ.

Το Ιπποστάσιο

Το ιπποστάσιο

Το νέο βουστάσιο

Το νέο βουστάσιο περατώθηκε το 1952 και είναι οπωσδήποτε το πιο σημαντικό και πιο καλαίσθητο μεταπολεμικό κτήριο του κτήματος. Πιθανός δημιουργός του είναι ο ανακτορικός αρχιτέκτονας Κωνσταντίνος Γκίνης. Το νέο βουστάσιο ήταν επί πλέον, ό, τι πιο σύγχρονο για την εποχή του, σε μια περίοδο που η διεύθυνση του κτήματος στηριζόταν πολύ στην ανάπτυξη της γαλακτοκομίας, προκειμένου να αναπληρώσει μέρος της υστέρησης των εσόδων, λόγω της καταστροφής του δάσους το 1945. Χαρακτηριστικό της επιμέλειας της κατασκευής του, οι μεταλλικοί ανεμοδείκτες που έχουν το σχήμα αγελάδας. Είχε χωρητικότητα 90 ζώων, με τον αριθμό αυτό να φτάνει ενίοτε τα 100, κι απασχολούσε 4 σταυλίτες.

Έχει σχήμα «Π», με μακρύτερο το οριζόντιο σκέλος του. Στην δυτική πτέρυγα, προς τον δρόμο του κοιμητηρίου, μεταφέρθηκαν τη δεκαετία του 1980 από το γκαράζ που ήσαν μέχρι τότε και για λόγους ασφαλείας, τα βασιλικά αυτοκίνητα.

Εικάζεται ότι στην έκταση από το βουστάσιο ως τις βόρειες υπώρειες του Παλαιόκαστρου, την οποία μέχρι το 1967 κάλυπταν αμπέλια, εκτεινόταν ο κύριος οικισμός του αρχαίου Δήμου Δεκέλειας.

Το νέο βουστάσιο

Το νέο βουστάσιο

Χοιροστάσιο

Είναι το πρώτο μεταπολεμικό κτίσμα του κτήματος, τεκμήριο μιας κάποιας ανάκαμψης μετά την πλήρη καταστροφή του 1944 και 1945. Κτίσθηκε το 1948 και είναι χωρητικότητας 40 περίπου ζώων, 25 θήλεα εξ αυτών, με έναν σταυλίτη ως υπεύθυνο. Η έκθεση των οικονομικών του Κτήματος στα μέσα της δεκαετίας του 1950 μας πληροφορεί ενδεικτικά ότι «ταύτα-τα ζώα δηλαδή-τρέφονται εξ υπολειμμάτων καλλιεργειών του Τατοΐου, απορριμμάτων του εστιατορίου του Αεροδρομίου και ολίγων αγοραζομένων ειδών».

Η «μάνδρα»

Η θεαματική βελτίωση των οικονομικών του κτήματος, χάρη στην χρηστή διοίκηση του Βασιλείου Δρούβα, κατέστησε δυννατή την ανέγερση της «μάνδρας», περίπου στα 1930. Πρόκειται για μια αυλή γύρω από την οποία μεταφέρθηκαν οι κατοικίες των δύο οικογενειών, των οποίων τα σπίτια βρίσκονταν πριν στη θέση που χτίσθηκε ο σταθμός της Χωροφυλακής. Κατασκευαστής της ήταν ένας απλός μάστορας από τα Κιούρκα, ο Καμάρας. Πολλές από τις πέτρες της προήλθαν από τον κατεστραμμένο στην πυρκαγιά του 1916 πύργο του Ρολογιού.  Η μάνδρα συμπληρώθηκε το 1937-38, με τη συγκέντρωση σε αυτήν διαφόρων διάσπαρτων ως τότε εργαστηρίων. Εκείνη την περίοδο ανεγέρθη ένα σιδηρουργείο-το «γύφτικο του Μαγγανά»- ένα ξυλουργείο, του Θεοφιλόπουλου, ένα πλυντήριο για τις ανάγκες του «Χωριού» και ένα αποχωρητήριο για τους εργάτες. Στην αυλή της μάνδρας μεταφέρθηκαν στις 7 Ιανουαρίου 1945, τα κατακρεουργημένα πτώματα των τριών θυμάτων του ΕΛΑΣ, κι εκεί έγινε ο θρήνος των οικογενειών τους.

Το οινοποιείο

Σύμφωνα με τον μελετητή του, αρχιτέκτονα-μηχανικό Ι. Καβαλλίνη (μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία στο ΕΜΠ, έτος 2000), το οινοποιείο κτίσθηκε μέσα στην επταετία 1879-1885, καθώς απουσιάζει από τον χάρτη του Μύντερ που εκπονήθηκε το 1878 και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το κρασί του Τατοΐου αρχίζει να αποσπά εγχώριες και διεθνείς διακρίσεις από το 1888 και μετά. Η ετήσια παραγωγή του κτήματος ήταν περίπου 130 χιλιάδες μπουκάλια για τρεις ποικιλίες κρασιού: μαύρο μπρούσκο, κοινό λευκό και «εξαιρετικό». Ήταν το περίφημο «Chateau Decelie» ( Οίνος Δεκελείας). Μετά τον Πόλεμο παρήχθη και η μάρκα «Τατόι».

Το Οινοποιείο αποτελείται από τρία διακριτά τμήματα, από τα οποία τα παλαιότερα, που είναι και απολύτως σύγχρονα μεταξύ τους, είναι τα δύο νοτιότερα: το διώροφο, στο οποίο καταλήγει η πέτρινη ράμπα-με το πατητήρι στον όροφο και τις λάντζες ή βαένια (μεγάλα βαρέλια στα οποία έπεφτε το γλεύκος) στο ισόγειο-και το μεσαίο τμήμα στο οποίο αποθηκευόταν και ωρίμαζε το κρασί μέσα σε βαρέλια, τοποθετημένα στις στοίβες (βάσεις) τους. Η εσωτερική επικοινωνία εξασφαλιζόταν μέσω μιας μικρής ξύλινης σκάλας. Ο αποθηκευτικός χώρος επεκτείνεται και στο τμήμα εκείνο της ράμπας που άπτεται του κτηρίου.

Το τρίτο και βορειότερο τμήμα, το οποίο βρίσκεται κάτω από το έδαφος, είναι μεταγενέστερο. Χρησίμευε επίσης για την αποθήκευση και ωρίμανση του κρασιού. Σύμφωνα πάντα με τον μελετητή, διακρίνονται δύο κύριες οικοδομικές φάσεις, ανάμεσα στις οποίες ή και μετά από αυτές, το κτήριο υπέστη δευτερεύουσες τροποποιήσεις. Η πρώτη έγινε περίπου στα 1880, ενώ η δεύτερε στα χρόνια 1910-1915. Στη δεύτερη περίοδο ανήκει η ανέγερση του βορειότερου τμήματος, στο οποίο η χρήση οπλισμένου σκυροδέματος το καθιστά εξαιρετικά πρωτοποριακό για την εποχή του. Μεταξύ των δύο αυτών χρονικών περιόδων υπολογίζεται η ανύψωση του μεσαίου τμήματος-περί το 1890-ενώ η ενίσχυση του με σενάζ από μπετόν χρονολογείται με ακρίβεια, χάρη στα λογιστικά αρχεία του κτήματος, στο πρώτο τετράμηνο του 1937. Λίγα χρόνια νωρίτερα είχε κτισθεί στο κοίλωμα στα βόρεια της ράμπας, το γκαράζ για το αυτοκίνητο του διευθυντή.

Μετά τη μεταπολίτευση, το κτήριο μετατράπηκε σε αποθήκη. Στο διάδρομο ανάμεσα στις στοίβες και τα βαρέλια, μεταφέρθηκαν ανεπίσημα αυτοκίνητα της αυλής, και στο χώρο όπου είναι τα πατητήρια, μόνιππα περιπάτου, καθώς και ετερόκλητα αντικείμενα, όπως π.χ. ένα εικονοστάσι (!). Πολλά καταστράφηκαν κατά την κατάρρευση μέρους της στέγης μετά από έντονες χιονοπτώσεις.

Περίπου το 2005, το υπουργείο Πολιτισμού πραγματοποίησε τον καθαρισμό των τοίχων, την στερέωση της ράμπας και την πλήρη αφαίρεση της στέγης, αλλά οι εργασίες διακόπηκαν απότομα το καλοκαίρι του 2008. Έκτοτε το οινοποιείο παραμένει ξέσπεπο με όλο τον πολύτιμο αυθεντικό ξύλινο εξοπλισμό του εκτεθειμένο στα καιρικά φαινόμενα, να καταστρέφεται.

Το Οινοποιείο

Το Οινοποιείο

Εμφιαλωτήριο

Καταλαμβάνει την περιοχή ανάμεσα στο οινοποιείο και την «μάνδρα», με την οποία επικοινωνεί μέσω μιας στενής θυρίδας. Πρόκειται για μια ευρύχωρη αυλή, με δύο συνεχόμενα κτίσματα κατά μήκος της πλευράς που εν μέρει ακουμπά στο οινοποιείο και εν μέρει προεκτείνεται νοτίως έξω από αυτό, και ένα γκαράζ με δίρριχτη στέγη προς την πλευρά της μάνδρας. Το κτίσμα που άπτεται του οινοποιείου έχει τέσσερεις χώρους, από τους οποίους οι τρεις προορίζονταν για την εμφιάλωση του οίνου κι ένας τέταρτος για αποθήκη. Στο συνεχόμενο κτίσμα ανήκουν το χημείο-με ένα γραφείο ως προθάλαμο για το προσωπικό-καθώς και το συνεργείο για τα οχήματα του οινοποιείου. Η κατασκευή του συγκροτήματος είναι σχετικά πρόχειρη και ο χρόνος ανέγερσης του άγνωστος, πάντως όχι παλαιότερος του 1920.

Βουτυροκομείο

Το κτήριο του βουτυροκομείου μοιάζει να αναδύεται από παιδικό παραμύθι του βορρά. Κι αυτό χάρη στις οξύκορφες στέγες του, τα ιδιόμορφα κεραμίδια, τον στρογγυλό φεγγίτη στο αέτωμα και στις «κουκλίστικες» διαστάσεις του. Αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο εργασίας και από ένα λιλιπούτειο διαμέρισμα δύο δωματίων: πιθανώς κατοικία του/της βουτυροκόμου, που τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του ήταν η νεαρή δανίδα Μαρία Πέτερσεν. Ο χώρος παρασκευής του βουτύρου-του περίφημου στην αθηναϊκή αγορά «Δεκελεικού βουτύρου»-είναι ένα μόνο δωμάτιο, βαθύ, ημιυπόγειο, αλλά ψηλοτάβανο, στο οποίο κατέρχεται μια στενή σχετικώς σκάλα δέκα περίπου σκαλοπατιών. Τρία παράθυρα δίνουν φως από την βορεινή πλευρά, ένα από τη δυτική κι ένας στρογγυλός φεγγίτης από την ανατολική. Οι τοίχοι του δωματίου είναι σε μεγάλο ύψος επενδεδυμένοι με λευκό μάρμαρο. Μαρμάρινος είναι επίσης, ο πάγκος εργασίας που γυροφέρνει τους τοίχου. Στο κέντρο του χώρου υπάρχει ένα μεγάλο στενόμακρο ξύλινο τραπέζι.

Το βουτυροκομείο κτίσθηκε μετά το 1895 και πιθανότατα εντός του 1898, ενώ λειτούργησε αδιαλείπτως ως το 1944. Είναι το παλαιότερο σωζόμενο βουτυροκομείο στην Ελλάδα. Πίσω από το βουτυροκομείο είναι το γκαράζ του φορτηγού του κτήματος που κτίσθηκε το 1937.

Βουτυροκομείο

Βουτυροκομείο

Το κτήριο των εποχικών εργατών

Πρόκειται για χρηστικό κτήριο που κτίσθηκε το 1937-38 για να στεγάσει τους εποχικούς εργάτες του κτήματος. Περιελάμβανε τρεις κοιτώνες, ένα εστιατόριο, μια κουζίνα και χώρους υγιεινής. Ο πρώτος κοιτώνας, που γειτνιάζει με το βουτυροκομείο, προοριζόταν για τους «ντόπιους» εργάτες, που προέρχονταν κυρίως από τα Κιούρκα αλλά και από άλλα χωριά της βόρειας και δυτικής Αττικής, όπως και από τα Βίλλια. Στον δεύτερο θάλαμο έμεναν οι «ξένοι», που στην πλειονότητα τους ήσαν Ηπειρώτες. Τελευταίος ήταν ο θάλαμος των γυναικών, μεγάλος αριθμός των οποίων ήσαν επίσης από τα Βίλλια. Ήσαν ανύπανδρα κορίτσια που έρχονταν στο κτήμα ομαδικά την άνοιξη κι έφευγαν το προχωρημένο φθινόπωρο, πάντα με το φορτηγό του κτήματος. Τα ήθη ήσας εξαιρετικά αυστηρά και οι άνδρες μόλις που τολμούσαν να ζητήσουν από μια συγχωριανή τους να τους μαντάρει κάποιο ρούχο ή να τους μαγειρέψει ένα φαγητό.

Αρχιτεκτονικά, το κτήριο των εποχικών εργατών εισάγει στο Τατόι μια νέα αντίληψη. Ο ρόλος του είναι αποκλειστικά λειτουργικός. Το κτήριο είναι από μπετόν, με χαμηλή δίρριχτη στέγη και πλατειά παράθυρα. Αλλοιώθηκε κατά το πέρασμα των ετών λόγω διαδοχικών προσθηκών-μετατροπών, ιδίως στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν βελτιώθηκαν σε αυτό οι συνθήκες υγιεινής, χάρη στην προσωπική παρέμβαση της βασίλισσας Φρειδερίκης.

Κτίριο εποχικών εργατών

Κτίριο εποχικών εργατών

 

Γαλακτοκομείο

Η προσπάθεια του διευθυντή του κτήματος Βασιλείου Δρούβα να ανορθώσει τα οικονομικά του κτήματος μετά την καταστροφή του δάσους από τον εμπρησμό του 1945, εκδηλώθηκε κυρίως με την ενίσχυση και την εκμετάλλευση των γαλακτοκομικών προϊόντων. Για το σκοπό αυτό κτίσθηκε το 1950, το ακαλαίσθητο εργοστάσιο παστερίωσης γάλακτος-κοινώς λεγόμενο «γαλατάδικο-το οποίο, στα οκτώ χρόνια της λειτουργίας του, απασχολούσε δέκα άτομα ως προσωπικό: τέσσερεις γαλακτοκόμους, αποφοίτους της Σχολής Λαρίσης, μια εργάτρια και τέσσερεις οδηγούς των αυτοκινήτων διανομής γάλακτος. Επικεφαλής τοποθετήθηκε το 1954, ο γαλακτοκόμος Κτίστενσεν, Δανός, ανανεώνοντας έτσι την παράδοση της βουτυροκόμου του Γεωργίου Α’, Μαρίας Πέτερσεν. Το εργοστάσιο έκλεισε το 1959, με απόφαση του βασιλέως Παύλου, λόγω της αντίδρασης που προκαλούσε ο άνισος ανταγωνισμός με ομοειδείς ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Το ελαιοτριβείο

Συγκρότημα τριών κτισμάτων, με διαφορετική το καθένα χρήση, στη θέση «Ελάφια», ονομασία προερχόμενη σύμφωνα με την τοπική παράδοση, από τον ευρύ περιφραγμένο χώρο, στον οποίο ο Γεώργιος Α’ την εποχή της συγκρότησης του κτήματος είχε περιορίσει τα ελάφια που είχε εισάγει από το εξωτερικό.

Το καθαυτό ελαιοτριβείο, που δυστυχώς σήμερα έχει καταρρεύσει, ήταν ενωμένο με μια κατοικία, στην οποία επί μακρόν και ως και μετά την Κατοχή, κατοικούσε η οικογένεια του Κων/νου Διαμαντόπουλου, δασοφύλακα και εν συνεχεία χασάπη του οικισμού. Παρεμβαλλόταν μια αποθήκη, στην οποία είχαν τοποθετηθεί σε στοίβες τα τεμάχια των πορσελάνινων χρωματιστών θερμαστών του ανακτόρου, που είχαν αποσυναρμολογηθεί και μεταφερθεί αλλού, μετά την εγκατάσταση σε αυτό κεντρικής θέρμανσης το 1937-39. Μετά την Μεταπολίτευση αποθηκεύονταν στο ελαιοτριβείο, μαζί με άλλα αγροτικά ιππήλατα οχήματα, το ιστορικό τετράτροχο κάρο του κτήματος, το οποίο καταπλάκωσαν πέφτοντας, γύρω στα 2003-4, τα δοκάρια της στέγης. Ορισμένα εξαρτήματα του ελαιοτριβείου σώζονται ανάμεσα στα συντρίμμια.

Για το σπιτάκι με τη δίρριχτη στέγη και για τα διάσπαρτα μαρμάρινα σκαλοπάτια γύρω του, δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα. Στα νότια προς το Παλαιόκαστρο, σώζεται ο μεταλλικός σκελετός ενός μεγάλου θερμοκηπίου.

Πηγή: “Το Χρονικό του Τατοΐου”, Κώστας Μ. Σταματόπουλος, Εκδόσεις Καπόν
Επιμέλεια κειμένων: Μάρκος Τσάκας